Werkwoord vervoegen: αναδεύω
- roeren
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
αναδεύω |
ανάδευα |
ανάδευσα ανάδεψα |
αναδεύομαι |
αναδευόμουν(α) |
αναδεύτηκα |
||||||||||||||||||||||
αναδεύεις |
ανάδευες |
ανάδευσες ανάδεψες |
αναδεύεσαι |
αναδευόσουν(α) |
αναδεύτηκες |
||||||||||||||||||||||
αναδεύει |
ανάδευε |
ανάδευσε ανάδεψε |
αναδεύεται |
αναδευόταν(ε) |
αναδεύτηκε |
||||||||||||||||||||||
αναδεύουμε αναδεύομε |
αναδεύαμε |
αναδεύσαμε αναδέψαμε |
αναδευόμαστε |
αναδευόμαστε αναδευόμασταν |
αναδευτήκαμε |
||||||||||||||||||||||
αναδεύετε |
αναδεύατε |
αναδεύσατε αναδέψατε |
αναδεύεστε αναδευόσαστε |
αναδευόσαστε αναδευόσασταν |
αναδευτήκατε |
||||||||||||||||||||||
αναδεύουν(ε) |
ανάδευαν αναδεύαν(ε) |
ανάδευσαν ανάδεψαν αναδεύσαν(ε) ανάδεψαν(ε) |
αναδεύονται |
αναδευόντουσαν αναδεύονταν αναδευόντανε |
αναδεύτηκαν αναδευτήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
αναδεύω |
αναδεύσω αναδέψω |
αναδεύομαι |
αναδευτώ |
||||||||||||||||||||||||
αναδεύεις |
αναδεύσεις αναδέψεις |
αναδεύεσαι |
αναδευτείς |
||||||||||||||||||||||||
αναδεύει |
αναδεύσει αναδέψει |
αναδεύεται |
αναδευτεί |
||||||||||||||||||||||||
αναδεύουμε αναδεύομε |
αναδεύσουμε αναδέψουμε αναδεύσομε αναδέψομε |
αναδευόμαστε |
αναδευτούμε |
||||||||||||||||||||||||
αναδεύετε |
αναδεύσετε αναδέψετε |
αναδεύεστε αναδευόσαστε |
αναδευτείτε |
||||||||||||||||||||||||
αναδεύουν(ε) |
αναδεύσουν(ε) αναδέψουν(ε) |
αναδεύονται |
αναδευτούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
ανάδευε |
ανάδευσε ανάδεψε |
αναδέψου |
|||||||||||||||||||||||||
αναδεύετε |
αναδεύστε αναδεύτε αναδέψτε αναδεύσετε |
αναδεύεστε |
αναδευτείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα αναδεύσει είχα αναδέψει είχα αναδεμένο είχα αναδευμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα αναδευτεί ήμουν αναδεμένος ήμουν αναδευμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα αναδεύω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα αναδεύομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα αναδεύσω θα αναδέψω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα αναδευτώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα ανάδευα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα αναδευόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω αναδεύσει θα έχω αναδέψει θα έχω αναδεμένο θα έχω αναδευμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω αναδευτεί θα είμαι αναδεμένος θα είμαι αναδευμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα αναδεύσει θα είχα αναδέψει θα είχα αναδεμένο θα είχα αναδευμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα αναδευτεί θα ήμουν αναδεμένος θα ήμουν αναδευμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).