Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: ανακτώ
- terugwinnen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
ανακτώ |
ανακτούσα |
ανέκτησα |
ανακτώμαι |
- |
ανακτήθηκα |
||||||||||||||||||||||
ανακτάς |
ανακτούσες |
ανέκτησες |
ανακτάσαι |
- |
ανακτήθηκες |
||||||||||||||||||||||
ανακτά |
ανακτούσε |
ανέκτησε |
ανακτάται |
ανακτάτο ανεκτάτο |
ανακτήθηκε |
||||||||||||||||||||||
ανακτούμε |
ανακτούσαμε |
ανακτήσαμε |
ανακτόμαστε ανακτέμεθα |
- |
ανακτηθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
ανακτάτε |
ανακτούσατε |
ανακτήσατε |
ανακτάστε |
- |
ανακτηθήκατε |
||||||||||||||||||||||
ανακτούν(ε) |
ανακτούσαν(ε) |
ανέκτησαν ανακτήσαν(ε) |
ανακτώνται |
ανακτώντο ανεκτώντο |
ανακτήθηκαν ανακτηθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
ανακτώ |
ανακτήσω |
ανακτώμαι |
ανακτηθώ |
||||||||||||||||||||||||
ανακτάς |
ανακτήσεις |
ανακτάσαι |
ανακτηθείς |
||||||||||||||||||||||||
ανακτά |
ανακτήσει |
ανακτάται |
ανακτηθεί |
||||||||||||||||||||||||
ανακτούμε |
ανακτήσουμε ανακτήσομε |
ανακτόμαστε ανακτέμεθα |
ανακτηθούμε |
||||||||||||||||||||||||
ανακτάτε |
ανακτήσετε |
ανακτάστε |
ανακτηθείτε |
||||||||||||||||||||||||
ανακτούν(ε) |
ανακτήσουν(ε) |
ανακτώνται |
ανακτηθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
- |
ανάκτησε |
ανακτήσου |
|||||||||||||||||||||||||
ανακτάτε |
ανακτήστε ανακτήσετε |
ανακτάστε ανακτάσθε |
ανακτηθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα ανακτήσει |
volt.verleden tijd | was |
είχα ανακτηθεί |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα ανακτώ |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα ανακτώμαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα ανακτήσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα ανακτηθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα ανακτούσα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα - |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω ανακτήσει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω ανακτηθεί |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα ανακτήσει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα ανακτηθεί |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright