Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: αναπαρισταίνω
- reconstrueren
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
αναπαρισταίνω |
αναπαρίσταινα |
αναπαρέστησα |
αναπαρισταίνομαι |
αναπαρισταινόμουν(α) |
αναπαραστάθηκα |
||||||||||||||||||||||
αναπαρισταίνεις |
αναπαρίσταινες |
αναπαρέστησες |
αναπαρισταίνεσαι |
αναπαρισταινόσουν(α) |
αναπαραστάθηκες |
||||||||||||||||||||||
αναπαρισταίνει |
αναπαρίσταινε |
αναπαρέστησε |
αναπαρισταίνεται |
αναπαρισταινόταν(ε) |
αναπαραστάθηκε |
||||||||||||||||||||||
αναπαρισταίνουμε αναπαρισταίνομε |
αναπαρισταίναμε |
αναπαραστήσαμε |
αναπαρισταινόμαστε |
αναπαρισταινόμαστε |
αναπαρασταθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
αναπαρισταίνετε |
αναπαρισταίνατε |
αναπαραστήσατε |
αναπαρισταίνεστε |
αναπαρισταινόσαστε |
αναπαρασταθήκατε |
||||||||||||||||||||||
αναπαρισταίνουν(ε) |
αναπαρίσταιναν αναπαρισταίναν(ε) |
αναπαρέστησαν αναπαραστήσαν(ε) |
αναπαρισταίνονται |
αναπαρισταίνονταν |
αναπαραστάθηκαν αναπαρασταθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
αναπαρισταίνω |
αναπαραστήσω |
αναπαρισταίνομαι |
αναπαρασταθώ |
||||||||||||||||||||||||
αναπαρισταίνεις |
αναπαραστήσεις |
αναπαρισταίνεσαι |
αναπαρασταθείς |
||||||||||||||||||||||||
αναπαρισταίνει |
αναπαραστήσει |
αναπαρισταίνεται |
αναπαρασταθεί |
||||||||||||||||||||||||
αναπαρισταίνουμε αναπαρισταίνομε |
αναπαραστήσουμε αναπαραστήσομε |
αναπαρισταινόμαστε |
αναπαρασταθούμε |
||||||||||||||||||||||||
αναπαρισταίνετε |
αναπαραστήσετε |
αναπαρισταίνεστε |
αναπαρασταθείτε |
||||||||||||||||||||||||
αναπαρισταίνουν(ε) |
αναπαραστήσουν(ε) |
αναπαρισταίνονται |
αναπαρασταθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
αναπαρισταίνε |
παράστησε παράστησε |
αναπαρισταίσου |
|||||||||||||||||||||||||
αναπαρισταίνετε αναπαρασταίνετε |
αναπαραστήστε |
αναπαρισταίνεστε |
αναπαρασταθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα αναπαραστήσει |
volt.verleden tijd | was |
είχα αναπαρασταθεί ήμουν αναπαριστημένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα αναπαρισταίνω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα αναπαρισταίνομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα αναπαραστήσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα αναπαρασταθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα αναπαρίσταινα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα αναπαρισταινόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω αναπαραστήσει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω αναπαρασταθεί θα είμαι αναπαριστημένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα αναπαραστήσει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα αναπαρασταθεί θα ήμουν αναπαριστημένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright