Warning: Undefined array key "testjava" in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 204 Warning: Undefined variable $PassaParAant in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 1152 MorfWerwOnr2Rima
  

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis

©

 
direct naar: ** Grammatica    Fonologie    Morfologie    Syntaxis   Semantiek  
direct naar: * Grammatica    Klankleer    Vormleer    Zinsleer    Betekenisleer
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima

Werkwoord vervoegen: απαγορεύω - verbieden


ενεργητική φωνή actief   παθητική φωνή passief
οριστική aantonende wijs indicatief   οριστική aantonende wijs indicatief
ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
  ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
απαγορεύω
απαγόρευα
απαγόρευσα
απαγόρεψα
  απαγορεύομαι
απαγορευόμουν(α)
απαγορεύτηκα
απαγορεύθηκα
απαγορεύεις
απαγόρευες
απαγόρευσες
απαγόρεψες
  απαγορεύεσαι
απαγορευόσουν(α)
απαγορεύτηκες
απαγορεύθηκες
απαγορεύει
απαγόρευε
απαγόρευσε
απαγόρεψε
  απαγορεύεται
απαγορευόταν(ε)
απαγορεύτηκε
απαγορεύθηκε
απαγορεύουμε
απαγορεύομε
απαγορεύαμε
απαγορεύσαμε
απαγορέψαμε
  απαγορευόμαστε
απαγορευόμαστε
απαγορευτήκαμε
απαγορευθήκαμε
απαγορεύετε
απαγορεύατε
απαγορεύσατε
απαγορέψατε
  απαγορεύεστε
απαγορευόσαστε
απαγορευόσαστε
απαγορευτήκατε
απαγορευθήκατε
απαγορεύουν(ε)
απαγόρευαν
απαγορεύαν(ε)
απαγόρευσαν
απαγόρεψαν
απαγορεύσαν(ε)
απαγόρεψαν(ε)
απαγορεύονται
απαγορεύονταν
απαγορεύτηκαν
απαγορεύθηκαν
απαγορευτήκαν(ε)
απαγορευθήκαν(ε)
υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
απαγορεύσει
απαγορέψει
παρακείμενος
volt.tegenw tijd

έχω απαγορεύσει

έχω απαγορέψει

έχω απαγορευμένο

 
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
απαγορεύοντας
παρακείμενος

έχοντας απαγορεύσει

έχοντας απαγορέψει

έχοντας απαγορευμένο

  υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
απαγορευτεί
παρακείμενος
volt.tegenw.tijd
έχω απαγορευτεί
έχω απαγορευθεί
είμαι απαγορευμένος
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
απαγορευόμενος
παρακείμενος
volt./verl.dw. 2e st
απαγορευμένος
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
απαγορεύω
απαγορεύσω
απαγορέψω
  απαγορεύομαι
απαγορευτώ
απαγορευθώ
απαγορεύεις
απαγορεύσεις
απαγορέψεις
  απαγορεύεσαι
απαγορευτείς
απαγορευθείς
απαγορεύει
απαγορεύσει
απαγορέψει
  απαγορεύεται
απαγορευτεί
απαγορευθεί
απαγορεύουμε
απαγορεύομε
απαγορεύσουμε
απαγορέψουμε
απαγορεύσομε
απαγορέψομε
  απαγορευόμαστε
απαγορευτούμε
απαγορευθούμε
απαγορεύετε
απαγορεύσετε
απαγορέψετε
  απαγορεύεστε
απαγορευόσαστε
απαγορευτείτε
απαγορευθείτε
απαγορεύουν(ε)
απαγορεύσουν(ε)
απαγορέψουν(ε)
  απαγορεύονται
απαγορευτούν(ε)
απαγορευθούν(ε)
προστακτική   προστακτική
  bevelende wijs imperatief     bevelende wijs imperatief
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
απαγόρευε
απαγόρευσε
απαγόρεψε
  απαγορεύσου
απαγορεύετε
απαγορεύστε
απαγορεύτε
απαγορέψτε
απαγορεύσετε
  απαγορεύεστε
απαγορευτείτε
απαγορευθείτε
υπερσυντέλικος volt.verleden tijd had ')

είχα απαγορεύσει

είχα απαγορέψει

είχα απαγορευμένο

volt.verleden tijd was είχα απαγορευτεί
είχα απαγορευθεί
ήμουν απαγορευμένος
εξακουλοθητικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal θα απαγορεύω
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal worden θα απαγορεύομαι
συνοπτικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal θα απαγορεύσω
θα απαγορέψω
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal worden θα απαγορευτώ
θα απαγορευθώ
υποθετικός λόγος onv.verleden toek.tijd: zou θα απαγόρευα
onv.verleden toek.tijd: zou worden θα απαγορευόμουν(α)
συντελεσμένος μέλλοντας volt.tegenw.toek.tijd: zal hebben ')

θα έχω απαγορεύσει

θα έχω απαγορέψει

θα έχω απαγορευμένο

volt.tegenw.toek.tijd: zal zijn θα έχω απαγορευτεί
θα έχω απαγορευθεί
θα είμαι απαγορευμένος
υποθετικός λόγος volt.verleden toek.tijd: zou hebben')

θα είχα απαγορεύσει

θα είχα απαγορέψει

θα είχα απαγορευμένο

volt.verleden toek.tijd: zou zijn θα είχα απαγορευτεί
θα είχα απαγορευθεί
θα ήμουν απαγορευμένος

') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).


© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
 

Betekenis:
Semantiek

l

Zin:
Syntaxis

l

Woord:
Morfologie

l

Letter:
Alfabet

l

Klank:
Fonologie