Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: απαλλάσσω
- verlossen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
απαλλάσσω |
απάλλασσα |
απάλλαξα |
απαλλάσσομαι |
απαλλασσόμουν(α) |
απαλλάχτηκα απαλλάχθηκα |
||||||||||||||||||||||
απαλλάσσεις |
απάλλασσες |
απάλλαξες |
απαλλάσσεσαι |
απαλλασσόσουν(α) |
απαλλάχτηκες απαλλάχθηκες |
||||||||||||||||||||||
απαλλάσσει |
απάλλασσε |
απάλλαξε |
απαλλάσσεται |
απαλλασσόταν(ε) |
απαλλάχτηκε απαλλάχθηκε |
||||||||||||||||||||||
απαλλάσσουμε απαλλάσσομε |
απαλλάσσαμε |
απαλλάξαμε |
απαλλασσόμαστε |
απαλλασσόμαστε |
απαλλαχτήκαμε απαλλαχθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
απαλλάσσετε |
απαλλάσσατε |
απαλλάξατε |
απαλλάσσεστε απαλλασσόσαστε |
απαλλασσόσαστε |
απαλλαχτήκατε απαλλαχθήκατε |
||||||||||||||||||||||
απαλλάσσουν(ε) |
απάλλασσαν απαλλάσσαν(ε) |
απάλλαξαν απαλλάξαν(ε) |
απαλλάσσονται |
απαλλάσσονταν |
απαλλάχτηκαν απαλλάχθηκαν απαλλαχτήκαν(ε) απαλλαχθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
απαλλάσσω |
απαλλάξω |
απαλλάσσομαι |
απαλλαχτώ απαλλαχθώ απαλλαγώ |
||||||||||||||||||||||||
απαλλάσσεις |
απαλλάξεις |
απαλλάσσεσαι |
απαλλαχτείς απαλλαχθείς απαλλαγείς |
||||||||||||||||||||||||
απαλλάσσει |
απαλλάξει |
απαλλάσσεται |
απαλλαχτεί απαλλαχθεί απαλλαγεί |
||||||||||||||||||||||||
απαλλάσσουμε απαλλάσσομε |
απαλλάξουμε απαλλάξομε |
απαλλασσόμαστε |
απαλλαχτούμε απαλλαγούμε απαλλαχθούμε |
||||||||||||||||||||||||
απαλλάσσετε |
απαλλάξετε |
απαλλάσσεστε απαλλασσόσαστε |
απαλλαχτείτε απαλλαγείτε απαλλαχθείτε |
||||||||||||||||||||||||
απαλλάσσουν(ε) |
απαλλάξουν(ε) |
απαλλάσσονται |
απαλλαχτούν(ε) απαλλαχθούν(ε) απαλλαγούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
απάλλασσε |
απάλλαξε |
απαλλάξου |
|||||||||||||||||||||||||
απαλλάσσετε |
απαλλάξτε απαλλάξετε |
απαλλάσσεστε |
απαλλαχτείτε απαλλαχθείτε απαλλαγείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα απαλλάξει είχα απαλλαγμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα απαλλαχτεί είχα απαλλαχθεί ήμουν απαλλαγμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα απαλλάσσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα απαλλάσσομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα απαλλάξω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα απαλλαχτώ θα απαλλαχθώ θα απαλλαγώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα απάλλασσα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα απαλλασσόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω απαλλάξει θα έχω απαλλαγμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω απαλλαχτεί θα έχω απαλλαχθεί θα είμαι απαλλαγμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα απαλλάξει θα είχα απαλλαγμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα απαλλαχτεί θα είχα απαλλαχθεί θα ήμουν απαλλαγμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright