Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: αποκλείω
- uitsluiten
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
αποκλείω |
απόκλεια απέκλεια |
απόκλεισα απέκλεισα |
αποκλείομαι |
αποκλειόμουν(α) |
αποκλείστηκα |
||||||||||||||||||||||
αποκλείεις |
απόκλειες απέκλειες |
απόκλεισες απέκλεισες |
αποκλείεσαι |
αποκλειόσουν(α) |
αποκλείστηκες |
||||||||||||||||||||||
αποκλείει |
απόκλειε απέκλειε |
απόκλεισε απέκλεισε |
αποκλείεται |
αποκλειόταν(ε) |
αποκλείστηκε |
||||||||||||||||||||||
αποκλείουμε αποκλείομε |
αποκλείαμε |
αποκλείσαμε |
αποκλειόμαστε |
αποκλειόμαστε αποκλειόμασταν |
αποκλειστήκαμε |
||||||||||||||||||||||
αποκλείετε |
αποκλείατε |
αποκλείσατε |
αποκλείεστε αποκλειόσαστε |
αποκλειόσαστε αποκλειόσασταν |
αποκλειστήκατε |
||||||||||||||||||||||
αποκλείουν(ε) |
απόκλειαν απέκλειαν αποκλείαν(ε) |
απόκλεισαν απέκλεισαν αποκλείσαν(ε) |
αποκλείονται |
αποκλείονταν |
αποκλείστηκαν αποκλειστήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
αποκλείω |
αποκλείσω |
αποκλείομαι |
αποκλειστώ |
||||||||||||||||||||||||
αποκλείεις |
αποκλείσεις |
αποκλείεσαι |
αποκλειστείς |
||||||||||||||||||||||||
αποκλείει |
αποκλείσει |
αποκλείεται |
αποκλειστεί |
||||||||||||||||||||||||
αποκλείουμε αποκλείομε |
αποκλείσουμε αποκλείσομε |
αποκλειόμαστε |
αποκλειστούμε |
||||||||||||||||||||||||
αποκλείετε |
αποκλείσετε |
αποκλείεστε αποκλειόσαστε |
αποκλειστείτε |
||||||||||||||||||||||||
αποκλείουν(ε) |
αποκλείσουν(ε) |
αποκλείονται |
αποκλειστούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
απόκλειε |
απόκλεισε |
αποκλείσου |
|||||||||||||||||||||||||
αποκλείετε |
αποκλείστε αποκλείσετε |
αποκλείεστε |
αποκλειστείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα αποκλείσει είχα αποκλεισμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα αποκλειστεί ήμουν αποκλεισμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα αποκλείω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα αποκλείομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα αποκλείσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα αποκλειστώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα απόκλεια θα απέκλεια |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα αποκλειόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω αποκλείσει θα έχω αποκλεισμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω αποκλειστεί θα είμαι αποκλεισμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα αποκλείσει θα είχα αποκλεισμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα αποκλειστεί θα ήμουν αποκλεισμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright