Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: αποκοιμιέμαι
- beschouwen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
- |
αποκοιμέμαι αποκοιμάμαι αποκοιμούμαι |
αποκοιμιόμουν(α) αποκοιμόμουν(α) |
αποκοιήθηκα |
||||||||||||||||||||||||
αποκοιμέσαι αποκοιμιάσαι |
αποκοιμιόσουν(α) αποκοιμόσουν(α) |
αποκοιήθηκες |
|||||||||||||||||||||||||
αποκοιμέται αποκοιμιάται |
αποκοιμιόταν(ε) αποκοιμόταν(ε) |
αποκοιήθηκε |
|||||||||||||||||||||||||
αποκοιμιόμαστε αποκοιμόμαστε αποκοιμούμαστε |
αποκοιμιόμαστε αποκοιμόμαστε αποκοιμιόμασταν αποκοιμόμασταν |
αποκοιηθήκαμε |
|||||||||||||||||||||||||
αποκοιμέστε αποκοιμιόσαστε αποκοιμιέστε αποκοιμάστε |
αποκοιμιόσαστε αποκοιμόσαστε αποκοιμιόσασταν αποκοιμόσασταν |
αποκοιηθήκατε |
|||||||||||||||||||||||||
αποκοιμόνται αποκοιμούνται αποκοιμιούνται |
αποκοιμιόντουσαν αποκοιμόντουσαν αποκοιμιόνταν(ε) αποκοιμόνταν(ε) αποκοιμιούνταν αποκοιμούνταν |
αποκοιήθηκαν αποκοιηθήκαν(ε) |
|||||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
- |
αποκοιμέμαι αποκοιμάμαι αποκοιμούμαι |
αποκοιηθώ |
|||||||||||||||||||||||||
αποκοιμέσαι αποκοιμιάσαι |
αποκοιηθείς |
||||||||||||||||||||||||||
αποκοιμέται αποκοιμιάται |
αποκοιηθεί |
||||||||||||||||||||||||||
αποκοιμιόμαστε αποκοιμόμαστε αποκοιμούμαστε |
αποκοιηθούμε |
||||||||||||||||||||||||||
αποκοιμέστε αποκοιμιόσαστε αποκοιμιέστε αποκοιμάστε |
αποκοιηθείτε |
||||||||||||||||||||||||||
αποκοιμόνται αποκοιμούνται αποκοιμιούνται |
αποκοιηθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
- |
- |
αποκοιήσου |
|||||||||||||||||||||||||
- |
- |
αποκοιμέστε |
αποκοιηθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
- |
volt.verleden tijd | was |
είχα αποκοιηθεί ήμουν αποκοιημένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα - |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα αποκοιμέμαι θα αποκοιμάμαι θα αποκοιμούμαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
- |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα αποκοιηθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
- |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα αποκοιμιόμουν(α) θα αποκοιμόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
- |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω αποκοιηθεί θα είμαι αποκοιημένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
- |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα αποκοιηθεί θα ήμουν αποκοιημένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright