Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: αποκρούω
- schudden
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
αποκρούω |
απόκρουα απέκρουα |
απόκρουσα απέκρουσα |
αποκρούομαι |
αποκρουόμουν(α) |
αποκρούστηκα |
||||||||||||||||||||||
αποκρούεις |
απόκρουες απέκρουες |
απόκρουσες απέκρουσες |
αποκρούεσαι |
αποκρουόσουν(α) |
αποκρούστηκες |
||||||||||||||||||||||
αποκρούει |
απόκρουε απέκρουε |
απόκρουσε απέκρουσε |
αποκρούεται |
αποκρουόταν(ε) |
αποκρούστηκε |
||||||||||||||||||||||
αποκρούουμε αποκρούομε |
αποκρούαμε |
αποκρούσαμε |
αποκρουόμαστε |
αποκρουόμαστε αποκρουόμασταν |
αποκρουστήκαμε |
||||||||||||||||||||||
αποκρούετε |
αποκρούατε |
αποκρούσατε |
αποκρούεστε αποκρουόσαστε |
αποκρουόσαστε αποκρουόσασταν |
αποκρουστήκατε |
||||||||||||||||||||||
αποκρούουν(ε) |
απόκρουαν απέκρουαν αποκρούαν(ε) |
απόκρουσαν απέκρουσαν αποκρούσαν(ε) |
αποκρούονται |
αποκρούονταν |
αποκρούστηκαν αποκρουστήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
αποκρούω |
αποκρούσω |
αποκρούομαι |
αποκρουστώ |
||||||||||||||||||||||||
αποκρούεις |
αποκρούσεις |
αποκρούεσαι |
αποκρουστείς |
||||||||||||||||||||||||
αποκρούει |
αποκρούσει |
αποκρούεται |
αποκρουστεί |
||||||||||||||||||||||||
αποκρούουμε αποκρούομε |
αποκρούσουμε αποκρούσομε |
αποκρουόμαστε |
αποκρουστούμε |
||||||||||||||||||||||||
αποκρούετε |
αποκρούσετε |
αποκρούεστε αποκρουόσαστε |
αποκρουστείτε |
||||||||||||||||||||||||
αποκρούουν(ε) |
αποκρούσουν(ε) |
αποκρούονται |
αποκρουστούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
απόκρουε |
απόκρουσε |
αποκρούσου |
|||||||||||||||||||||||||
αποκρούετε |
αποκρούστε αποκρούσετε |
αποκρούεστε |
αποκρουστείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα αποκρούσει είχα αποκρουσμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα αποκρουστεί ήμουν αποκρουσμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα αποκρούω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα αποκρούομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα αποκρούσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα αποκρουστώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα απόκρουα θα απέκρουα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα αποκρουόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω αποκρούσει θα έχω αποκρουσμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω αποκρουστεί θα είμαι αποκρουσμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα αποκρούσει θα είχα αποκρουσμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα αποκρουστεί θα ήμουν αποκρουσμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright