Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: απολυμαίνω
- desinfecteren
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
απολυμαίνω |
απολύμαινα |
απολύμανα |
απολυμαίνομαι |
απολυμαινόμουν(α) |
απολυμάνθηκα |
||||||||||||||||||||||
απολυμαίνεις |
απολύμαινες |
απολύμανες |
απολυμαίνεσαι |
απολυμαινόσουν(α) |
απολυμάνθηκες |
||||||||||||||||||||||
απολυμαίνει |
απολύμαινε |
απολύμανε |
απολυμαίνεται |
απολυμαινόταν(ε) |
απολυμάνθηκε |
||||||||||||||||||||||
απολυμαίνουμε απολυμαίνομε |
απολυμαίναμε |
απολυμάναμε |
απολυμαινόμαστε |
απολυμαινόμαστε |
απολυμανθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
απολυμαίνετε |
απολυμαίνατε |
απολυμάνατε |
απολυμαίνεστε απολυμαινόσαστε |
απολυμαινόσαστε |
απολυμανθήκατε |
||||||||||||||||||||||
απολυμαίνουν(ε) |
απολύμαιναν απολυμαίναν(ε) |
απολύμαναν απολυμάναν(ε) |
απολυμαίνονται |
απολυμαίνονταν |
απολυμάνθηκαν απολυμανθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
απολυμαίνω |
απολυμάνω |
απολυμαίνομαι |
απολυμανθώ |
||||||||||||||||||||||||
απολυμαίνεις |
απολυμάνεις |
απολυμαίνεσαι |
απολυμανθείς |
||||||||||||||||||||||||
απολυμαίνει |
απολυμάνει |
απολυμαίνεται |
απολυμανθεί |
||||||||||||||||||||||||
απολυμαίνουμε απολυμαίνομε |
απολυμάνουμε απολυμάνομε |
απολυμαινόμαστε |
απολυμανθούμε |
||||||||||||||||||||||||
απολυμαίνετε |
απολυμάνετε |
απολυμαίνεστε απολυμαινόσαστε |
απολυμανθείτε |
||||||||||||||||||||||||
απολυμαίνουν(ε) |
απολυμάνουν(ε) |
απολυμαίνονται |
απολυμανθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
απολύμαινε |
απολύμανε |
- |
|||||||||||||||||||||||||
απολυμαίνετε |
απολυμάνετε |
απολυμαίνεστε |
απολυμανθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα απολυμάνει είχα απολυμασμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα απολυμανθεί ήμουν απολυμασμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα απολυμαίνω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα απολυμαίνομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα απολυμάνω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα απολυμανθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα απολύμαινα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα απολυμαινόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω απολυμάνει θα έχω απολυμασμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω απολυμανθεί θα είμαι απολυμασμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα απολυμάνει θα είχα απολυμασμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα απολυμανθεί θα ήμουν απολυμασμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright