Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: απολύω
- ontslaan
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
απολύω |
απόλυα απέλυα |
απόλυσα απέλυσα |
απολύομαι |
απολυόμουν(α) |
απολύθηκα |
||||||||||||||||||||||
απολύεις |
απόλυες απέλυες |
απόλυσες απέλυσες |
απολύεσαι |
απολυόσουν(α) |
απολύθηκες |
||||||||||||||||||||||
απολύει |
απόλυε απέλυε |
απόλυσε απέλυσε |
απολύεται |
απολυόταν(ε) |
απολύθηκε |
||||||||||||||||||||||
απολύουμε απολύομε |
απολύαμε |
απολύσαμε |
απολυόμαστε |
απολυόμαστε απολυόμασταν |
απολυθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
απολύετε |
απολύατε |
απολύσατε |
απολύεστε απολυόσαστε |
απολυόσαστε απολυόσασταν |
απολυθήκατε |
||||||||||||||||||||||
απολύουν(ε) |
απόλυαν απέλυαν απολύαν(ε) |
απόλυσαν απέλυσαν απολύσαν(ε) |
απολύονται |
απολυόντουσαν απολύονταν απολυόντανε |
απολύθηκαν απολυθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
απολύω |
απολύσω |
απολύομαι |
απολυθώ |
||||||||||||||||||||||||
απολύεις |
απολύσεις |
απολύεσαι |
απολυθείς |
||||||||||||||||||||||||
απολύει |
απολύσει |
απολύεται |
απολυθεί |
||||||||||||||||||||||||
απολύουμε απολύομε |
απολύσουμε απολύσομε |
απολυόμαστε |
απολυθούμε |
||||||||||||||||||||||||
απολύετε |
απολύσετε |
απολύεστε απολυόσαστε |
απολυθείτε |
||||||||||||||||||||||||
απολύουν(ε) |
απολύσουν(ε) |
απολύονται |
απολυθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
απόλυε |
απόλυσε |
απολύσου |
|||||||||||||||||||||||||
απολύετε |
απολύστε απολύσετε |
απολύεστε |
απολυθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα απολύσει είχα απολυμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα απολυθεί ήμουν απολυμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα απολύω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα απολύομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα απολύσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα απολυθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα απόλυα θα απέλυα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα απολυόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω απολύσει θα έχω απολυμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω απολυθεί θα είμαι απολυμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα απολύσει θα είχα απολυμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα απολυθεί θα ήμουν απολυμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright