Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: αποφεύγω
- vermijden
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
αποφεύγω |
απόφευγα απέφευγα |
απόφυγα απέφυγα |
αποφεύγομαι |
αποφευγόμουν(α) |
αποφεύχθηκα |
||||||||||||||||||||||
αποφεύγεις |
απόφευγες απέφευγες |
απόφυγες απέφυγες |
αποφεύγεσαι |
αποφευγόσουν(α) |
αποφεύχθηκες |
||||||||||||||||||||||
αποφεύγει |
απόφευγε απέφευγε |
απόφυγε απέφυγε |
αποφεύγεται |
αποφευγόταν(ε) |
αποφεύχθηκε |
||||||||||||||||||||||
αποφεύγουμε αποφεύγομε |
αποφεύγαμε |
αποφύγαμε |
αποφευγόμαστε |
αποφευγόμαστε αποφευγόμασταν |
αποφευχθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
αποφεύγετε |
αποφεύγατε |
αποφύγατε |
αποφεύγεστε αποφευγόσαστε |
αποφευγόσαστε αποφευγόσασταν |
αποφευχθήκατε |
||||||||||||||||||||||
αποφεύγουν(ε) |
απόφευγαν απέφευγαν αποφεύγαν(ε) |
απόφυγαν απέφυγαν αποφύγαν(ε) |
αποφεύγονται |
αποφεύγονταν αποφεύγονταν αποφευγόντανε |
αποφεύχθηκαν αποφευχθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
αποφεύγω |
αποφύγω |
αποφεύγομαι |
αποφευχθώ |
||||||||||||||||||||||||
αποφεύγεις |
αποφύγεις |
αποφεύγεσαι |
αποφευχθείς |
||||||||||||||||||||||||
αποφεύγει |
αποφύγει |
αποφεύγεται |
αποφευχθεί |
||||||||||||||||||||||||
αποφεύγουμε αποφεύγομε |
αποφύγουμε αποφύγομε |
αποφευγόμαστε |
αποφευχθούμε |
||||||||||||||||||||||||
αποφεύγετε |
αποφύγετε |
αποφεύγεστε αποφευγόσαστε |
αποφευχθείτε |
||||||||||||||||||||||||
αποφεύγουν(ε) |
αποφύγουν(ε) |
αποφεύγονται |
αποφευχθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
απόφευγε |
απόφυγε |
- |
|||||||||||||||||||||||||
αποφεύγετε |
αποφύγετε - |
αποφεύγεστε |
αποφευχθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα αποφύγει |
volt.verleden tijd | was | ||
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα αποφεύγω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα αποφεύγομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα αποφύγω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα αποφευχθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα απόφευγα θα απέφευγα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα αποφευγόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω αποφύγει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn | ||
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα αποφύγει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright