Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: αυξάνω
- vermeerderen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
αυξάνω |
αύξανα |
αύξησα |
αυξάνομαι |
αυξανόμουν(α) |
αυξήθηκα |
||||||||||||||||||||||
αυξάνεις |
αύξανες |
αύξησες |
αυξάνεσαι |
αυξανόσουν(α) |
αυξήθηκες |
||||||||||||||||||||||
αυξάνει |
αύξανε |
αύξησε |
αυξάνεται |
αυξανόταν(ε) |
αυξήθηκε |
||||||||||||||||||||||
αυξάνουμε αυξάνομε |
αυξάναμε |
αυξήσαμε |
αυξανόμαστε |
αυξανόμαστε |
αυξηθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
αυξάνετε |
αυξάνατε |
αυξήσατε |
αυξάνεστε αυξανόσαστε |
αυξανόσαστε |
αυξηθήκατε |
||||||||||||||||||||||
αυξάνουν(ε) |
αύξαναν αυξάναν(ε) |
αύξησαν αυξήσαν(ε) |
αυξάνονται |
αυξάνονταν |
αυξήθηκαν αυξηθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
αυξάνω |
αυξήσω |
αυξάνομαι |
αυξηθώ |
||||||||||||||||||||||||
αυξάνεις |
αυξήσεις |
αυξάνεσαι |
αυξηθείς |
||||||||||||||||||||||||
αυξάνει |
αυξήσει |
αυξάνεται |
αυξηθεί |
||||||||||||||||||||||||
αυξάνουμε αυξάνομε |
αυξήσουμε αυξήσομε |
αυξανόμαστε |
αυξηθούμε |
||||||||||||||||||||||||
αυξάνετε |
αυξήσετε |
αυξάνεστε αυξανόσαστε |
αυξηθείτε |
||||||||||||||||||||||||
αυξάνουν(ε) |
αυξήσουν(ε) |
αυξάνονται |
αυξηθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
αύξανε |
αύξησε |
αυξήσου |
|||||||||||||||||||||||||
αυξάνετε |
αυξήστε |
αυξάνεστε |
αυξηθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα αυξήσει |
volt.verleden tijd | was |
είχα αυξηθεί ήμουν αυξημένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα αυξάνω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα αυξάνομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα αυξήσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα αυξηθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα αύξανα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα αυξανόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω αυξήσει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω αυξηθεί θα είμαι αυξημένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα αυξήσει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα αυξηθεί θα ήμουν αυξημένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright