Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: αφήνω
- nalaten
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
αφήνω |
άφηνα |
άφησα |
αφήνομαι |
αφηνόμουν(α) |
αφέθηκα |
||||||||||||||||||||||
αφήνεις |
άφηνες |
άφησες |
αφήνεσαι |
αφηνόσουν(α) |
αφέθηκες |
||||||||||||||||||||||
αφήνει |
άφηνε |
άφησε |
αφήνεται |
αφηνόταν(ε) |
αφέθηκε |
||||||||||||||||||||||
αφήνουμε αφήνομε |
αφήναμε |
αφήσαμε |
αφηνόμαστε |
αφηνόμαστε αφηνόμασταν |
αφεθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
αφήνετε |
αφήνατε |
αφήσατε |
αφήνεστε αφηνόσαστε |
αφηνόσαστε αφηνόσασταν |
αφεθήκατε |
||||||||||||||||||||||
αφήνουν(ε) |
άφηναν αφήναν(ε) |
άφησαν αφήσαν(ε) |
αφήνονται |
αφηνόντουσαν αφήνονταν αφηνόντανε |
αφέθηκαν αφεθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
αφήνω |
αφήσω |
αφήνομαι |
αφεθώ |
||||||||||||||||||||||||
αφήνεις |
αφήσεις |
αφήνεσαι |
αφεθείς |
||||||||||||||||||||||||
αφήνει |
αφήσει |
αφήνεται |
αφεθεί |
||||||||||||||||||||||||
αφήνουμε αφήνομε |
αφήσουμε αφήσομε |
αφηνόμαστε |
αφεθούμε |
||||||||||||||||||||||||
αφήνετε |
αφήσετε |
αφήνεστε αφηνόσαστε |
αφεθείτε |
||||||||||||||||||||||||
αφήνουν(ε) |
αφήσουν(ε) |
αφήνονται |
αφεθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
άφηνε |
άφησε άσε |
αφέσου |
|||||||||||||||||||||||||
αφήνετε |
αφήστε άστε |
αφήνεστε |
αφεθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα αφήσει είχα αφημένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα αφεθεί ήμουν αφημένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα αφήνω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα αφήνομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα αφήσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα αφεθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα άφηνα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα αφηνόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω αφήσει θα έχω αφημένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω αφεθεί θα είμαι αφημένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα αφήσει θα είχα αφημένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα αφεθεί θα ήμουν αφημένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright