Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: αφαιρώ
- verminderen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
αφαιρώ |
αφαιρούσα |
αφαίρεσα |
αφαιρούμαι αφαιριέμαι |
αφαιρούμουν αφαιριούμουν |
αφαιρέθηκα |
||||||||||||||||||||||
αφαιρείς |
αφαιρούσες |
αφαίρεσες |
αφαιρείσαι αφαιριέσαι |
αφαιρούσουν |
αφαιρέθηκες |
||||||||||||||||||||||
αφαιρεί |
αφαιρούσε |
αφαίρεσε |
αφαιρείται αφαιριέται |
αφαιρούνταν αφαιρείτο αφηρείτο αφαιρόταν(ε) |
αφαιρέθηκε |
||||||||||||||||||||||
αφαιρούμε |
αφαιρούσαμε |
αφαιρέσαμε |
αφαιρόμαστε αφαιριόμαστε |
αφαιρόμαστε αφαιρόμασταν |
αφαιρεθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
αφαιρείτε |
αφαιρούσατε |
αφαιρέσατε |
αφαιρείστε αφαιριέστε αφαιριόσαστε |
αφαιρόσαστε αφαιρόσασταν |
αφαιρεθήκατε |
||||||||||||||||||||||
αφαιρούν(ε) |
αφαιρούσαν(ε) |
αφαίρεσαν αφαιρέσαν(ε) |
αφαιρούνται αφαιριόνται αφαιριούνται |
αφαιρόντουσαν αφαιρόνταν(ε) αφαιρούνταν αφαιρούντο αφηρούντο |
αφαιρέθηκαν αφαιρεθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
αφαιρώ |
αφαιρέσω |
αφαιρούμαι αφαιριέμαι |
αφαιρεθώ |
||||||||||||||||||||||||
αφαιρείς |
αφαιρέσεις |
αφαιρείσαι αφαιριέσαι |
αφαιρεθείς |
||||||||||||||||||||||||
αφαιρεί |
αφαιρέσει |
αφαιρείται αφαιριέται |
αφαιρεθεί |
||||||||||||||||||||||||
αφαιρούμε |
αφαιρέσουμε αφαιρέσομε |
αφαιρόμαστε αφαιριόμαστε |
αφαιρεθούμε |
||||||||||||||||||||||||
αφαιρείτε |
αφαιρέσετε |
αφαιρείστε αφαιριέστε αφαιριόσαστε |
αφαιρεθείτε |
||||||||||||||||||||||||
αφαιρούν(ε) |
αφαιρέσουν(ε) |
αφαιρούνται αφαιριόνται αφαιριούνται |
αφαιρεθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
- |
αφαίρεσε |
αφαιρέσου |
|||||||||||||||||||||||||
αφαιρείτε |
αφαιρέστε αφαιρέσετε |
αφαιριέστε αφαιριείστε |
αφαιρεθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα αφαιρέσει είχα αφαιρεμένο είχα αφηρημένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα αφαιρεθεί ήμουν αφαιρεμένος ήμουν αφηρημένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα αφαιρώ |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα αφαιρούμαι θα αφαιριέμαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα αφαιρέσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα αφαιρεθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα αφαιρούσα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα αφαιρούμουν θα αφαιριούμουν |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω αφαιρέσει θα έχω αφαιρεμένο θα έχω αφηρημένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω αφαιρεθεί θα είμαι αφαιρεμένος θα είμαι αφηρημένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα αφαιρέσει θα είχα αφαιρεμένο θα είχα αφηρημένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα αφαιρεθεί θα ήμουν αφαιρεμένος θα ήμουν αφηρημένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright