Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: βλέπω
- zien
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
βλέπω |
έβλεπα |
είδα |
βλέπομαι |
βλεπόμουν(α) |
ειδώθηκα |
||||||||||||||||||||||
βλέπεις |
έβλεπες |
είδες |
βλέπεσαι |
βλεπόσουν(α) |
ειδώθηκες |
||||||||||||||||||||||
βλέπει |
έβλεπε |
είδε |
βλέπεται |
βλεπόταν(ε) |
ειδώθηκε |
||||||||||||||||||||||
βλέπουμε βλέπομε |
βλέπαμε |
είδαμε |
βλεπόμαστε |
βλεπόμαστε βλεπόμασταν |
ειδωθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
βλέπετε |
βλέπατε |
είδατε |
βλέπεστε βλεπόσαστε |
βλεπόσαστε βλεπόσασταν |
ειδωθήκατε |
||||||||||||||||||||||
βλέπουν(ε) |
έβλεπαν βλέπαν(ε) |
είδαν είδαν(ε) |
βλέπονται |
βλεπόντουσαν βλέπονταν βλεπόντανε |
ειδώθηκαν ειδωθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
βλέπω |
δω ιδώ |
βλέπομαι |
ιδωθώ |
||||||||||||||||||||||||
βλέπεις |
δεις ιδείς |
βλέπεσαι |
ιδωθείς |
||||||||||||||||||||||||
βλέπει |
δει ιδεί |
βλέπεται |
ιδωθεί |
||||||||||||||||||||||||
βλέπουμε βλέπομε |
δούμε ιδούμε |
βλεπόμαστε |
ιδωθούμε |
||||||||||||||||||||||||
βλέπετε |
δείτε ιδείτε |
βλέπεστε βλεπόσαστε |
ιδωθείτε |
||||||||||||||||||||||||
βλέπουν(ε) |
δούν(ε) ιδούν(ε) |
βλέπονται |
ιδωθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
βλέπε |
δες ιδέ ιδές |
- |
|||||||||||||||||||||||||
βλέπετε |
δείτε δέστε ιδέστε |
βλέπεστε |
ιδωθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα δει είχα ιδεί |
volt.verleden tijd | was |
είχα ιδωθεί ήμουν ιδωμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα βλέπω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα βλέπομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα δω θα ιδώ |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα ιδωθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα έβλεπα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα βλεπόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω δει θα έχω ιδεί |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω ιδωθεί θα είμαι ιδωμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα δει θα είχα ιδεί |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα ιδωθεί θα ήμουν ιδωμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright