Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: βρέχω
- natmaken
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
βρέχω |
έβρεχα |
έβρεξα |
βρέχομαι |
βρεχόμουν(α) |
βράχηκα |
||||||||||||||||||||||
βρέχεις |
έβρεχες |
έβρεξες |
βρέχεσαι |
βρεχόσουν(α) |
βράχηκες |
||||||||||||||||||||||
βρέχει |
έβρεχε |
έβρεξε |
βρέχεται |
βρεχόταν(ε) |
βράχηκε |
||||||||||||||||||||||
βρέχουμε βρέχομε |
βρέχαμε |
βρέξαμε |
βρεχόμαστε |
βρεχόμαστε βρεχόμασταν |
βραχήκαμε |
||||||||||||||||||||||
βρέχετε |
βρέχατε |
βρέξατε |
βρέχεστε βρεχόσαστε |
βρεχόσαστε βρεχόσασταν |
βραχήκατε |
||||||||||||||||||||||
βρέχουν(ε) |
έβρεχαν βρέχαν(ε) |
έβρεξαν βρέξαν(ε) |
βρέχονται |
βρεχόντουσαν βρέχονταν βρεχόντανε |
βράχηκαν βραχήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
βρέχω |
βρέξω |
βρέχομαι |
βραχώ |
||||||||||||||||||||||||
βρέχεις |
βρέξεις |
βρέχεσαι |
βραχείς |
||||||||||||||||||||||||
βρέχει |
βρέξει |
βρέχεται |
βραχεί |
||||||||||||||||||||||||
βρέχουμε βρέχομε |
βρέξουμε βρέξομε |
βρεχόμαστε |
βραχούμε |
||||||||||||||||||||||||
βρέχετε |
βρέξετε |
βρέχεστε βρεχόσαστε |
βραχείτε |
||||||||||||||||||||||||
βρέχουν(ε) |
βρέξουν(ε) |
βρέχονται |
βραχούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
βρέχε |
βρέξε |
βρέξου |
|||||||||||||||||||||||||
βρέχετε |
βρέξτε βρέξετε |
βρέχεστε |
βραχείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα βρέξει είχα βρεμένο είχα βρεγμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα βραχεί ήμουν βρεμένος ήμουν βρεγμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα βρέχω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα βρέχομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα βρέξω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα βραχώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα έβρεχα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα βρεχόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω βρέξει θα έχω βρεμένο θα έχω βρεγμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω βραχεί θα είμαι βρεμένος θα είμαι βρεγμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα βρέξει θα είχα βρεμένο θα είχα βρεγμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα βραχεί θα ήμουν βρεμένος θα ήμουν βρεγμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright