Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: δέρνω
- slaan
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
δέρνω |
έδερνα |
έδειρα |
δέρνομαι |
δερνόμουν(α) |
δάρθηκα |
||||||||||||||||||||||
δέρνεις |
έδερνες |
έδειρες |
δέρνεσαι |
δερνόσουν(α) |
δάρθηκες |
||||||||||||||||||||||
δέρνει |
έδερνε |
έδειρε |
δέρνεται |
δερνόταν(ε) |
δάρθηκε |
||||||||||||||||||||||
δέρνουμε δέρνομε |
δέρναμε |
δείραμε |
δερνόμαστε |
δερνόμαστε δερνόμασταν |
δαρθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
δέρνετε |
δέρνατε |
δείρατε |
δέρνεστε δερνόσαστε |
δερνόσαστε δερνόσασταν |
δαρθήκατε |
||||||||||||||||||||||
δέρνουν(ε) |
έδερναν δέρναν(ε) |
έδειραν δείραν(ε) |
δέρνονται |
δερνόντουσαν δέρνονταν δερνόντανε |
δάρθηκαν δαρθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
δέρνω |
δείρω |
δέρνομαι |
δαρθώ |
||||||||||||||||||||||||
δέρνεις |
δείρεις |
δέρνεσαι |
δαρθείς |
||||||||||||||||||||||||
δέρνει |
δείρει |
δέρνεται |
δαρθεί |
||||||||||||||||||||||||
δέρνουμε δέρνομε |
δείρουμε δείρομε |
δερνόμαστε |
δαρθούμε |
||||||||||||||||||||||||
δέρνετε |
δείρετε |
δέρνεστε δερνόσαστε |
δαρθείτε |
||||||||||||||||||||||||
δέρνουν(ε) |
δείρουν(ε) |
δέρνονται |
δαρθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
δέρνε |
δείρε |
δάρσου |
|||||||||||||||||||||||||
δέρνετε |
δείρτε |
δέρνεστε |
δαρθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα δείρει είχα δαρμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα δαρθεί ήμουν δαρμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα δέρνω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα δέρνομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα δείρω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα δαρθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα έδερνα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα δερνόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω δείρει θα έχω δαρμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω δαρθεί θα είμαι δαρμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα δείρει θα είχα δαρμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα δαρθεί θα ήμουν δαρμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright