Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: δίνω
- geven
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
δίνω |
έδινα |
έδωσα |
δίνομαι |
δινόμουν(α) |
δόθηκα |
||||||||||||||||||||||
δίνεις |
έδινες |
έδωσες |
δίνεσαι |
δινόσουν(α) |
δόθηκες |
||||||||||||||||||||||
δίνει |
έδινε |
έδωσε |
δίνεται |
δινόταν(ε) |
δόθηκε |
||||||||||||||||||||||
δίνουμε δίνομε |
δίναμε |
δώσαμε |
δινόμαστε |
δινόμαστε δινόμασταν |
δοθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
δίνετε |
δίνατε |
δώσατε |
δίνεστε δινόσαστε |
δινόσαστε δινόσασταν |
δοθήκατε |
||||||||||||||||||||||
δίνουν(ε) |
έδιναν δίναν(ε) |
έδωσαν δώσαν(ε) |
δίνονται |
δινόντουσαν δίνονταν δινόντανε |
δόθηκαν δοθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
δίνω |
δώσω |
δίνομαι |
δοθώ |
||||||||||||||||||||||||
δίνεις |
δώσεις |
δίνεσαι |
δοθείς |
||||||||||||||||||||||||
δίνει |
δώσει |
δίνεται |
δοθεί |
||||||||||||||||||||||||
δίνουμε δίνομε |
δώσουμε δώσομε |
δινόμαστε |
δοθούμε |
||||||||||||||||||||||||
δίνετε |
δώσετε |
δίνεστε δινόσαστε |
δοθείτε |
||||||||||||||||||||||||
δίνουν(ε) |
δώσουν(ε) |
δίνονται |
δοθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
δίνε |
δώσε |
δώσου |
|||||||||||||||||||||||||
δίνετε |
δώστε |
δίνεστε |
δοθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα δώσει είχα δοσμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα δοθεί ήμουν δοσμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα δίνω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα δίνομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα δώσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα δοθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα έδινα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα δινόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω δώσει θα έχω δοσμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω δοθεί θα είμαι δοσμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα δώσει θα είχα δοσμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα δοθεί θα ήμουν δοσμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright