Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: διαβάζω
- lezen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
διαβάζω |
διάβαζα |
διάβασα |
διαβάζομαι |
διαβαζόμουν(α) |
διαβάστηκα |
||||||||||||||||||||||
διαβάζεις |
διάβαζες |
διάβασες |
διαβάζεσαι |
διαβαζόσουν(α) |
διαβάστηκες |
||||||||||||||||||||||
διαβάζει |
διάβαζε |
διάβασε |
διαβάζεται |
διαβαζόταν(ε) |
διαβάστηκε |
||||||||||||||||||||||
διαβάζουμε διαβάζομε |
διαβάζαμε |
διαβάσαμε |
διαβαζόμαστε |
διαβαζόμαστε διαβαζόμασταν |
διαβαστήκαμε |
||||||||||||||||||||||
διαβάζετε |
διαβάζατε |
διαβάσατε |
διαβάζεστε διαβαζόσαστε |
διαβαζόσαστε διαβαζόσασταν |
διαβαστήκατε |
||||||||||||||||||||||
διαβάζουν(ε) |
διάβαζαν διαβάζαν(ε) |
διάβασαν διαβάσαν(ε) |
διαβάζονται |
διαβαζόντουσαν διαβάζονταν διαβαζόντανε |
διαβάστηκαν διαβαστήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διαβάζω |
διαβάσω |
διαβάζομαι |
διαβαστώ |
||||||||||||||||||||||||
διαβάζεις |
διαβάσεις |
διαβάζεσαι |
διαβαστείς |
||||||||||||||||||||||||
διαβάζει |
διαβάσει |
διαβάζεται |
διαβαστεί |
||||||||||||||||||||||||
διαβάζουμε διαβάζομε |
διαβάσουμε διαβάσομε |
διαβαζόμαστε |
διαβαστούμε |
||||||||||||||||||||||||
διαβάζετε |
διαβάσετε |
διαβάζεστε διαβαζόσαστε |
διαβαστείτε |
||||||||||||||||||||||||
διαβάζουν(ε) |
διαβάσουν(ε) |
διαβάζονται |
διαβαστούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διάβαζε |
διάβασε |
διαβάσου |
|||||||||||||||||||||||||
διαβάζετε |
διαβάστε |
διαβάζεστε |
διαβαστείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα διαβάσει είχα διαβασμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα διαβαστεί ήμουν διαβασμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα διαβάζω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα διαβάζομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα διαβάσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα διαβαστώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα διάβαζα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα διαβαζόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω διαβάσει θα έχω διαβασμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω διαβαστεί θα είμαι διαβασμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα διαβάσει θα είχα διαβασμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα διαβαστεί θα ήμουν διαβασμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright