Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: διαγιγνώσκω
- diagnosticeren
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
διαγιγνώσκω |
διεγίγνωσκα |
διέγνωσα |
διαγιγνώσκομαι |
διαγιγνωσκόμουν(α) |
διαγνώσθην |
||||||||||||||||||||||
διαγιγνώσκεις |
διεγίγνωσκες |
διέγνωσες |
διαγιγνώσκεσαι |
διαγιγνωσκόσουν(α) |
διαγνώσθης |
||||||||||||||||||||||
διαγιγνώσκει |
διεγίγνωσκε |
διέγνωσε |
διαγιγνώσκεται |
διαγιγνωσκόταν(ε) |
διαγνώσθη |
||||||||||||||||||||||
διαγιγνώσκουμε διαγιγνώσκομε |
διαγιγνώσκαμε |
διαγνώσαμε |
διαγιγνωσκόμαστε διαγιγνωσκόμεθα |
διαγιγνωσκόμαστε διαγιγνωσκόμεθα |
διαγνώσθημεν |
||||||||||||||||||||||
διαγιγνώσκετε |
διαγιγνώσκατε |
διαγνώσατε |
διαγιγνώσκεστε διαγιγνωσκόσαστε |
διαγιγνωσκόσαστε |
διαγνώσθητε |
||||||||||||||||||||||
διαγιγνώσκουν(ε) |
διεγίγνωσκαν διαγιγνώσκαν(ε) |
διέγνωσαν διαγνώσαν(ε) |
διαγιγνώσκονται |
διαγιγνώσκονταν |
διαγνώσθησαν |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διαγιγνώσκω |
διαγνώσω |
διαγιγνώσκομαι |
διαγνωσθώ |
||||||||||||||||||||||||
διαγιγνώσκεις |
διαγνώσεις |
διαγιγνώσκεσαι |
διαγνωσθείς |
||||||||||||||||||||||||
διαγιγνώσκει |
διαγνώσει |
διαγιγνώσκεται |
διαγνωσθεί |
||||||||||||||||||||||||
διαγιγνώσκουμε διαγιγνώσκομε |
διαγνώσουμε διαγνώσομε |
διαγιγνωσκόμαστε διαγιγνωσκόμεθα |
διαγνωσθούμε |
||||||||||||||||||||||||
διαγιγνώσκετε |
διαγνώσετε |
διαγιγνώσκεστε διαγιγνωσκόσαστε |
διαγνωσθείτε |
||||||||||||||||||||||||
διαγιγνώσκουν(ε) |
διαγνώσουν(ε) |
διαγιγνώσκονται |
διαγνωσθούν(ε) διαγνωσθούν |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διαγίγνωσκε |
διάγνωσε |
- |
|||||||||||||||||||||||||
διαγιγνώσκετε |
διαγνώσετε |
διαγιγνώσκεστε διαγιγνώσκεσθε |
διαγνωσθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα διαγνώσει |
volt.verleden tijd | was |
- |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα διαγιγνώσκω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα διαγιγνώσκομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα διαγνώσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα διαγνωσθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα διεγίγνωσκα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα διαγιγνωσκόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω διαγνώσει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
- |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα διαγνώσει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
- |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright