Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: διαιρώ
- opdelen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
διαιρώ |
διαιρούσα |
διαίρεσα |
διαιρούμαι |
διαιρούμουν |
διαιρέθηκα |
||||||||||||||||||||||
διαιρείς |
διαιρούσες |
διαίρεσες |
διαιρείσαι |
διαιρούσουν |
διαιρέθηκες |
||||||||||||||||||||||
διαιρεί |
διαιρούσε |
διαίρεσε |
διαιρείται |
διαιρούνταν διαιρείτο διηρείτο |
διαιρέθηκε |
||||||||||||||||||||||
διαιρούμε |
διαιρούσαμε |
διαιρέσαμε |
διαιρόμαστε |
διαιρόμαστε |
διαιρεθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
διαιρείτε |
διαιρούσατε |
διαιρέσατε |
διαιρείστε |
διαιρεθήκατε |
|||||||||||||||||||||||
διαιρούν(ε) |
διαιρούσαν(ε) |
διαίρεσαν διαιρέσαν(ε) |
διαιρούνται |
διαιρούνταν διαιρούντο διηρούντο |
διαιρέθηκαν διαιρεθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διαιρώ |
διαιρέσω |
διαιρούμαι |
διαιρεθώ |
||||||||||||||||||||||||
διαιρείς |
διαιρέσεις |
διαιρείσαι |
διαιρεθείς |
||||||||||||||||||||||||
διαιρεί |
διαιρέσει |
διαιρείται |
διαιρεθεί |
||||||||||||||||||||||||
διαιρούμε |
διαιρέσουμε διαιρέσομε |
διαιρόμαστε |
διαιρεθούμε |
||||||||||||||||||||||||
διαιρείτε |
διαιρέσετε |
διαιρείστε |
διαιρεθείτε |
||||||||||||||||||||||||
διαιρούν(ε) |
διαιρέσουν(ε) |
διαιρούνται |
διαιρεθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διαίρει |
διαίρεσε |
διαιρέσου |
|||||||||||||||||||||||||
διαιρείτε |
διαιρέστε διαιρέσετε |
διαιρείστε |
διαιρεθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα διαιρέσει είχα διαιρημένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα διαιρεθεί ήμουν διαιρημένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα διαιρώ |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα διαιρούμαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα διαιρέσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα διαιρεθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα διαιρούσα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα διαιρούμουν |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω διαιρέσει θα έχω διαιρημένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω διαιρεθεί θα είμαι διαιρημένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα διαιρέσει θα είχα διαιρημένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα διαιρεθεί θα ήμουν διαιρημένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright