Warning: Undefined array key "testjava" in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 204 MorfWerwOnr2Rima
  

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis

©

 
direct naar: ** Grammatica    Fonologie    Morfologie    Syntaxis   Semantiek  
direct naar: * Grammatica    Klankleer    Vormleer    Zinsleer    Betekenisleer
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima

Werkwoord vervoegen: διαιρώ - opdelen


ενεργητική φωνή actief   παθητική φωνή passief
οριστική aantonende wijs indicatief   οριστική aantonende wijs indicatief
ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
  ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
διαιρώ
διαιρούσα
διαίρεσα
  διαιρούμαι
διαιρούμουν
διαιρέθηκα
διαιρείς
διαιρούσες
διαίρεσες
  διαιρείσαι
διαιρούσουν
διαιρέθηκες
διαιρεί
διαιρούσε
διαίρεσε
  διαιρείται
διαιρούνταν
διαιρείτο
διηρείτο
διαιρέθηκε
διαιρούμε
διαιρούσαμε
διαιρέσαμε
  διαιρόμαστε
διαιρόμαστε
διαιρεθήκαμε
διαιρείτε
διαιρούσατε
διαιρέσατε
  διαιρείστε
διαιρεθήκατε
διαιρούν(ε)
διαιρούσαν(ε)
διαίρεσαν
διαιρέσαν(ε)
διαιρούνται
διαιρούνταν
διαιρούντο
διηρούντο
διαιρέθηκαν
διαιρεθήκαν(ε)
υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
διαιρέσει
παρακείμενος
volt.tegenw tijd

έχω διαιρέσει

έχω διαιρημένο

 
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
διαιρώντας
παρακείμενος

έχοντας διαιρέσει

έχοντας διαιρημένο

  υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
διαιρεθεί
παρακείμενος
volt.tegenw.tijd
έχω διαιρεθεί
είμαι διαιρημένος
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
διαιρούμενος
παρακείμενος
volt./verl.dw. 2e st
διαιρημένος
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
διαιρώ
διαιρέσω
  διαιρούμαι
διαιρεθώ
διαιρείς
διαιρέσεις
  διαιρείσαι
διαιρεθείς
διαιρεί
διαιρέσει
  διαιρείται
διαιρεθεί
διαιρούμε
διαιρέσουμε
διαιρέσομε
  διαιρόμαστε
διαιρεθούμε
διαιρείτε
διαιρέσετε
  διαιρείστε
διαιρεθείτε
διαιρούν(ε)
διαιρέσουν(ε)
  διαιρούνται
διαιρεθούν(ε)
προστακτική   προστακτική
  bevelende wijs imperatief     bevelende wijs imperatief
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
διαίρει
διαίρεσε
  διαιρέσου
διαιρείτε
διαιρέστε
διαιρέσετε
  διαιρείστε
διαιρεθείτε
υπερσυντέλικος volt.verleden tijd had ')

είχα διαιρέσει

είχα διαιρημένο

volt.verleden tijd was είχα διαιρεθεί
ήμουν διαιρημένος
εξακουλοθητικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal θα διαιρώ
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal worden θα διαιρούμαι
συνοπτικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal θα διαιρέσω
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal worden θα διαιρεθώ
υποθετικός λόγος onv.verleden toek.tijd: zou θα διαιρούσα
onv.verleden toek.tijd: zou worden θα διαιρούμουν
συντελεσμένος μέλλοντας volt.tegenw.toek.tijd: zal hebben ')

θα έχω διαιρέσει

θα έχω διαιρημένο

volt.tegenw.toek.tijd: zal zijn θα έχω διαιρεθεί
θα είμαι διαιρημένος
υποθετικός λόγος volt.verleden toek.tijd: zou hebben')

θα είχα διαιρέσει

θα είχα διαιρημένο

volt.verleden toek.tijd: zou zijn θα είχα διαιρεθεί
θα ήμουν διαιρημένος

') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).


© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
 

Betekenis:
Semantiek

l

Zin:
Syntaxis

l

Woord:
Morfologie

l

Letter:
Alfabet

l

Klank:
Fonologie