Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: διακόπτω
- onderbreken
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
διακόπτω |
διέκοπτα |
διέκοψα |
διακόπτομαι |
διακοπτόμουν(α) |
διακόπηκα |
||||||||||||||||||||||
διακόπτεις |
διέκοπτες |
διέκοψες |
διακόπτεσαι |
διακοπτόσουν(α) |
διακόπηκες |
||||||||||||||||||||||
διακόπτει |
διέκοπτε |
διέκοψε |
διακόπτεται |
διακοπτόταν(ε) |
διακόπηκε |
||||||||||||||||||||||
διακόπτουμε διακόπτομε |
διακόπταμε |
διακόψαμε |
διακοπτόμαστε |
διακοπτόμαστε |
διακοπήκαμε |
||||||||||||||||||||||
διακόπτετε |
διακόπτατε |
διακόψατε |
διακόπτεστε διακοπτόσαστε |
διακοπτόσαστε |
διακοπήκατε |
||||||||||||||||||||||
διακόπτουν(ε) |
διάκοπταν διακόπταν(ε) |
διέκοψαν διακόψαν(ε) |
διακόπτονται |
διακόπτονταν |
διακόπηκαν διακοπήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διακόπτω |
διακόψω |
διακόπτομαι |
διακοπώ |
||||||||||||||||||||||||
διακόπτεις |
διακόψεις |
διακόπτεσαι |
διακοπείς |
||||||||||||||||||||||||
διακόπτει |
διακόψει |
διακόπτεται |
διακοπεί |
||||||||||||||||||||||||
διακόπτουμε διακόπτομε |
διακόψουμε διακόψομε |
διακοπτόμαστε |
διακοπούμε |
||||||||||||||||||||||||
διακόπτετε |
διακόψετε |
διακόπτεστε διακοπτόσαστε |
διακοπείτε |
||||||||||||||||||||||||
διακόπτουν(ε) |
διακόψουν(ε) |
διακόπτονται |
διακοπούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διάκοπτε |
διάκοψε |
διακόψου |
|||||||||||||||||||||||||
διακόπτετε |
διακόψτε διακόψετε |
διακόπτεστε |
διακοπείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα διακόψει είχα διακεκομμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα διακοπεί |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα διακόπτω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα διακόπτομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα διακόψω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα διακοπώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα διέκοπτα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα διακοπτόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω διακόψει θα έχω διακεκομμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω διακοπεί |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα διακόψει θα είχα διακεκομμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα διακοπεί |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright