Warning: Undefined array key "testjava" in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 204 MorfWerwOnr2Rima
  

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis

©

 
direct naar: ** Grammatica    Fonologie    Morfologie    Syntaxis   Semantiek  
direct naar: * Grammatica    Klankleer    Vormleer    Zinsleer    Betekenisleer
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima

Werkwoord vervoegen: διακόπτω - onderbreken


ενεργητική φωνή actief   παθητική φωνή passief
οριστική aantonende wijs indicatief   οριστική aantonende wijs indicatief
ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
  ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
διακόπτω
διέκοπτα
διέκοψα
  διακόπτομαι
διακοπτόμουν(α)
διακόπηκα
διακόπτεις
διέκοπτες
διέκοψες
  διακόπτεσαι
διακοπτόσουν(α)
διακόπηκες
διακόπτει
διέκοπτε
διέκοψε
  διακόπτεται
διακοπτόταν(ε)
διακόπηκε
διακόπτουμε
διακόπτομε
διακόπταμε
διακόψαμε
  διακοπτόμαστε
διακοπτόμαστε
διακοπήκαμε
διακόπτετε
διακόπτατε
διακόψατε
  διακόπτεστε
διακοπτόσαστε
διακοπτόσαστε
διακοπήκατε
διακόπτουν(ε)
διάκοπταν
διακόπταν(ε)
διέκοψαν
διακόψαν(ε)
διακόπτονται
διακόπτονταν
διακόπηκαν
διακοπήκαν(ε)
υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
διακόψει
παρακείμενος
volt.tegenw tijd

έχω διακόψει

έχω διακεκομμένο

 
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
διακόπτοντας
παρακείμενος

έχοντας διακόψει

έχοντας διακεκομμένο

  υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
διακοπεί
παρακείμενος
volt.tegenw.tijd
έχω διακοπεί
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
διακοπτόμενος
παρακείμενος
volt./verl.dw. 2e st
διακεκομμένος
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
διακόπτω
διακόψω
  διακόπτομαι
διακοπώ
διακόπτεις
διακόψεις
  διακόπτεσαι
διακοπείς
διακόπτει
διακόψει
  διακόπτεται
διακοπεί
διακόπτουμε
διακόπτομε
διακόψουμε
διακόψομε
  διακοπτόμαστε
διακοπούμε
διακόπτετε
διακόψετε
  διακόπτεστε
διακοπτόσαστε
διακοπείτε
διακόπτουν(ε)
διακόψουν(ε)
  διακόπτονται
διακοπούν(ε)
προστακτική   προστακτική
  bevelende wijs imperatief     bevelende wijs imperatief
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
διάκοπτε
διάκοψε
  διακόψου
διακόπτετε
διακόψτε
διακόψετε
  διακόπτεστε
διακοπείτε
υπερσυντέλικος volt.verleden tijd had ')

είχα διακόψει

είχα διακεκομμένο

volt.verleden tijd was είχα διακοπεί
εξακουλοθητικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal θα διακόπτω
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal worden θα διακόπτομαι
συνοπτικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal θα διακόψω
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal worden θα διακοπώ
υποθετικός λόγος onv.verleden toek.tijd: zou θα διέκοπτα
onv.verleden toek.tijd: zou worden θα διακοπτόμουν(α)
συντελεσμένος μέλλοντας volt.tegenw.toek.tijd: zal hebben ')

θα έχω διακόψει

θα έχω διακεκομμένο

volt.tegenw.toek.tijd: zal zijn θα έχω διακοπεί
υποθετικός λόγος volt.verleden toek.tijd: zou hebben')

θα είχα διακόψει

θα είχα διακεκομμένο

volt.verleden toek.tijd: zou zijn θα είχα διακοπεί

') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).


© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
 

Betekenis:
Semantiek

l

Zin:
Syntaxis

l

Woord:
Morfologie

l

Letter:
Alfabet

l

Klank:
Fonologie