Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: διαλέγω
- uitkiezen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
διαλέγω |
διάλεγα |
διάλεξα |
διαλέγομαι |
διαλεγόμουν(α) |
διαλέχτηκα |
||||||||||||||||||||||
διαλέγεις |
διάλεγες |
διάλεξες |
διαλέγεσαι |
διαλεγόσουν(α) |
διαλέχτηκες |
||||||||||||||||||||||
διαλέγει |
διάλεγε |
διάλεξε |
διαλέγεται |
διαλεγόταν(ε) |
διαλέχτηκε |
||||||||||||||||||||||
διαλέγουμε διαλέγομε |
διαλέγαμε |
διαλέξαμε |
διαλεγόμαστε |
διαλεγόμαστε διαλεγόμασταν |
διαλεχτήκαμε |
||||||||||||||||||||||
διαλέγετε |
διαλέγατε |
διαλέξατε |
διαλέγεστε διαλεγόσαστε |
διαλεγόσαστε διαλεγόσασταν |
διαλεχτήκατε |
||||||||||||||||||||||
διαλέγουν(ε) |
διάλεγαν διαλέγαν(ε) |
διάλεξαν διαλέξαν(ε) |
διαλέγονται |
διαλεγόντουσαν διαλέγονταν διαλεγόντανε |
διαλέχτηκαν διαλεχτήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διαλέγω |
διαλέξω |
διαλέγομαι |
διαλεχτώ |
||||||||||||||||||||||||
διαλέγεις |
διαλέξεις |
διαλέγεσαι |
διαλεχτείς |
||||||||||||||||||||||||
διαλέγει |
διαλέξει |
διαλέγεται |
διαλεχτεί |
||||||||||||||||||||||||
διαλέγουμε διαλέγομε |
διαλέξουμε διαλέξομε |
διαλεγόμαστε |
διαλεχτούμε |
||||||||||||||||||||||||
διαλέγετε |
διαλέξετε |
διαλέγεστε διαλεγόσαστε |
διαλεχτείτε |
||||||||||||||||||||||||
διαλέγουν(ε) |
διαλέξουν(ε) |
διαλέγονται |
διαλεχτούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διάλεγε |
διάλεξε |
διαλέξου |
|||||||||||||||||||||||||
διαλέγετε |
διαλέξτε διάλεγτε |
διαλέγεστε |
διαλεχτείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα διαλέξει είχα διαλεγμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα διαλεχτεί ήμουν διαλεγμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα διαλέγω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα διαλέγομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα διαλέξω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα διαλεχτώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα διάλεγα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα διαλεγόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω διαλέξει θα έχω διαλεγμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω διαλεχτεί θα είμαι διαλεγμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα διαλέξει θα είχα διαλεγμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα διαλεχτεί θα ήμουν διαλεγμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright