Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: διαμαρτύρομαι
- protesteren
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
- |
διαμαρτύρομαι |
διαμαρτυρόμουν(α) |
διαμαρτυρήθηκα |
||||||||||||||||||||||||
διαμαρτύρεσαι |
διαμαρτυρόσουν(α) |
διαμαρτυρήθηκες |
|||||||||||||||||||||||||
διαμαρτύρεται |
διαμαρτυρόταν(ε) |
διαμαρτυρήθηκε |
|||||||||||||||||||||||||
διαμαρτυρόμαστε |
διαμαρτυρόμαστε διαμαρτυρόμασταν |
διαμαρτυρηθήκαμε |
|||||||||||||||||||||||||
διαμαρτύρεστε διαμαρτυρόσαστε |
διαμαρτυρόσαστε διαμαρτυρόσασταν |
διαμαρτυρηθήκατε |
|||||||||||||||||||||||||
διαμαρτύρονται |
διαμαρτυρόντουσαν διαμαρτύρονταν διαμαρτυρόντανε |
διαμαρτυρήθηκαν διαμαρτυρηθήκαν(ε) |
|||||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
- |
διαμαρτύρομαι |
διαμαρτυρηθώ |
|||||||||||||||||||||||||
διαμαρτύρεσαι |
διαμαρτυρηθείς |
||||||||||||||||||||||||||
διαμαρτύρεται |
διαμαρτυρηθεί |
||||||||||||||||||||||||||
διαμαρτυρόμαστε |
διαμαρτυρηθούμε |
||||||||||||||||||||||||||
διαμαρτύρεστε διαμαρτυρόσαστε |
διαμαρτυρηθείτε |
||||||||||||||||||||||||||
διαμαρτύρονται |
διαμαρτυρηθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
- |
- |
διαμαρτυρήσου |
|||||||||||||||||||||||||
- |
- |
διαμαρτύρεστε |
διαμαρτυρηθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
- |
volt.verleden tijd | was |
είχα διαμαρτυρηθεί |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα - |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα διαμαρτύρομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
- |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα διαμαρτυρηθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
- |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα διαμαρτυρόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
- |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω διαμαρτυρηθεί |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
- |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα διαμαρτυρηθεί |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright