Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: διανέμω
- verdelen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
διανέμω |
διένεμα |
διένειμα |
διανέμομαι |
διανεμόμουν(α) |
διανεμήθηκα |
||||||||||||||||||||||
διανέμεις |
διένεμες |
διένειμες |
διανέμεσαι |
διανεμόσουν(α) |
διανεμήθηκες |
||||||||||||||||||||||
διανέμει |
διένεμε |
διένειμε |
διανέμεται |
διανεμόταν(ε) |
διανεμήθηκε |
||||||||||||||||||||||
διανέμουμε διανέμομε |
διανέμαμε |
διανείμαμε |
διανεμόμαστε |
διανεμόμαστε |
διανεμηθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
διανέμετε |
διανέματε |
διανείματε |
διανέμεστε διανεμόσαστε |
διανεμόσαστε |
διανεμηθήκατε |
||||||||||||||||||||||
διανέμουν(ε) |
διένεμαν διανέμαν(ε) |
διένειμαν διανείμαν(ε) |
διανέμονται |
διανέμονταν |
διανεμήθηκαν διανεμηθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διανέμω |
διανείμω |
διανέμομαι |
διανεμηθώ |
||||||||||||||||||||||||
διανέμεις |
διανείμεις |
διανέμεσαι |
διανεμηθείς |
||||||||||||||||||||||||
διανέμει |
διανείμει |
διανέμεται |
διανεμηθεί |
||||||||||||||||||||||||
διανέμουμε διανέμομε |
διανείμουμε διανείμομε |
διανεμόμαστε |
διανεμηθούμε |
||||||||||||||||||||||||
διανέμετε |
διανείμετε |
διανέμεστε διανεμόσαστε |
διανεμηθείτε |
||||||||||||||||||||||||
διανέμουν(ε) |
διανείμουν(ε) |
διανέμονται |
διανεμηθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διάνειμε |
διάνειμε |
- |
|||||||||||||||||||||||||
διανέμετε |
διανείμετε |
διανέμεστε |
διανεμηθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα διανείμει είχα διανεμημένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα διανεμηθεί ήμουν διανεμημένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα διανέμω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα διανέμομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα διανείμω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα διανεμηθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα διένεμα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα διανεμόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω διανείμει θα έχω διανεμημένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω διανεμηθεί θα είμαι διανεμημένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα διανείμει θα είχα διανεμημένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα διανεμηθεί θα ήμουν διανεμημένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright