Warning: Undefined array key "testjava" in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 204 MorfWerwOnr2Rima
  

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis

©

 
direct naar: ** Grammatica    Fonologie    Morfologie    Syntaxis   Semantiek  
direct naar: * Grammatica    Klankleer    Vormleer    Zinsleer    Betekenisleer
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima

Werkwoord vervoegen: διανέμω - verdelen


ενεργητική φωνή actief   παθητική φωνή passief
οριστική aantonende wijs indicatief   οριστική aantonende wijs indicatief
ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
  ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
διανέμω
διένεμα
διένειμα
  διανέμομαι
διανεμόμουν(α)
διανεμήθηκα
διανέμεις
διένεμες
διένειμες
  διανέμεσαι
διανεμόσουν(α)
διανεμήθηκες
διανέμει
διένεμε
διένειμε
  διανέμεται
διανεμόταν(ε)
διανεμήθηκε
διανέμουμε
διανέμομε
διανέμαμε
διανείμαμε
  διανεμόμαστε
διανεμόμαστε
διανεμηθήκαμε
διανέμετε
διανέματε
διανείματε
  διανέμεστε
διανεμόσαστε
διανεμόσαστε
διανεμηθήκατε
διανέμουν(ε)
διένεμαν
διανέμαν(ε)
διένειμαν
διανείμαν(ε)
διανέμονται
διανέμονταν
διανεμήθηκαν
διανεμηθήκαν(ε)
υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
διανείμει
παρακείμενος
volt.tegenw tijd

έχω διανείμει

έχω διανεμημένο

 
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
διανέμοντας
παρακείμενος

έχοντας διανείμει

έχοντας διανεμημένο

  υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
διανεμηθεί
παρακείμενος
volt.tegenw.tijd
έχω διανεμηθεί
είμαι διανεμημένος
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
διανεμόμενος
παρακείμενος
volt./verl.dw. 2e st
διανεμημένος
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
διανέμω
διανείμω
  διανέμομαι
διανεμηθώ
διανέμεις
διανείμεις
  διανέμεσαι
διανεμηθείς
διανέμει
διανείμει
  διανέμεται
διανεμηθεί
διανέμουμε
διανέμομε
διανείμουμε
διανείμομε
  διανεμόμαστε
διανεμηθούμε
διανέμετε
διανείμετε
  διανέμεστε
διανεμόσαστε
διανεμηθείτε
διανέμουν(ε)
διανείμουν(ε)
  διανέμονται
διανεμηθούν(ε)
προστακτική   προστακτική
  bevelende wijs imperatief     bevelende wijs imperatief
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
διάνειμε
διάνειμε
  -
διανέμετε
διανείμετε
  διανέμεστε
διανεμηθείτε
υπερσυντέλικος volt.verleden tijd had ')

είχα διανείμει

είχα διανεμημένο

volt.verleden tijd was είχα διανεμηθεί
ήμουν διανεμημένος
εξακουλοθητικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal θα διανέμω
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal worden θα διανέμομαι
συνοπτικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal θα διανείμω
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal worden θα διανεμηθώ
υποθετικός λόγος onv.verleden toek.tijd: zou θα διένεμα
onv.verleden toek.tijd: zou worden θα διανεμόμουν(α)
συντελεσμένος μέλλοντας volt.tegenw.toek.tijd: zal hebben ')

θα έχω διανείμει

θα έχω διανεμημένο

volt.tegenw.toek.tijd: zal zijn θα έχω διανεμηθεί
θα είμαι διανεμημένος
υποθετικός λόγος volt.verleden toek.tijd: zou hebben')

θα είχα διανείμει

θα είχα διανεμημένο

volt.verleden toek.tijd: zou zijn θα είχα διανεμηθεί
θα ήμουν διανεμημένος

') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).


© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
 

Betekenis:
Semantiek

l

Zin:
Syntaxis

l

Woord:
Morfologie

l

Letter:
Alfabet

l

Klank:
Fonologie