Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: διαχέω
- verspreiden
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
διαχέω |
διέχεα |
διέχυσα |
διαχέομαι |
διαχεόμουν(α) |
διαχύθηκα |
||||||||||||||||||||||
διαχέεις |
διέχεες |
διαχέεσαι |
διαχεόσουν(α) |
διαχύθηκες |
|||||||||||||||||||||||
διαχέει |
διέχεε |
διαχέεται |
διαχεόταν(ε) |
διαχύθηκε |
|||||||||||||||||||||||
διαχέουμε διαχέομε |
διαχέαμε |
διαχύσαμε |
διαχεόμαστε |
διαχεόμαστε |
διαχυθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
διαχέετε |
διαχέατε |
διαχύσατε |
διαχέεστε διαχεόσαστε |
διαχεόσαστε |
διαχυθήκατε |
||||||||||||||||||||||
διαχέουν(ε) |
διέχεαν διαχέαν(ε) |
διέχυσαν |
διαχέονται |
διαχέονταν |
διαχύθηκαν διαχυθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διαχέω |
διαχύσω |
διαχέομαι |
διαχυθώ |
||||||||||||||||||||||||
διαχέεις |
διαχύσεις |
διαχέεσαι |
διαχυθείς |
||||||||||||||||||||||||
διαχέει |
διαχύσει |
διαχέεται |
διαχυθεί |
||||||||||||||||||||||||
διαχέουμε διαχέομε |
διαχύσουμε διαχύσομε |
διαχεόμαστε |
διαχυθούμε |
||||||||||||||||||||||||
διαχέετε |
διαχύσετε |
διαχέεστε διαχεόσαστε |
διαχυθείτε |
||||||||||||||||||||||||
διαχέουν(ε) |
διαχύσουν(ε) |
διαχέονται |
διαχυθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διάχυνε |
διάχυσε |
διαχύσου |
|||||||||||||||||||||||||
διαχύνετε |
διαχύστε |
διαχέεστε |
διαχυθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα διαχύσει |
volt.verleden tijd | was |
είχα διαχυθεί |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα διαχέω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα διαχέομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα διαχύσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα διαχυθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα διέχεα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα διαχεόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω διαχύσει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω διαχυθεί |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα διαχύσει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα διαχυθεί |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright