Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: διαψεύδω
- loochenen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
διαψεύδω |
διέψευδα |
διέψευσα |
διαψεύδομαι |
διαψευδόμουν(α) |
διαψεύστηκα |
||||||||||||||||||||||
διαψεύδεις |
διέψευδες |
διέψευσες |
διαψεύδεσαι |
διαψευδόσουν(α) |
διαψεύστηκες |
||||||||||||||||||||||
διαψεύδει |
διέψευδε |
διέψευσε |
διαψεύδεται |
διαψευδόταν(ε) |
διαψεύστηκε |
||||||||||||||||||||||
διαψεύδουμε διαψεύδομε |
διαψεύδαμε |
διαψεύσαμε |
διαψευδόμαστε |
διαψευδόμαστε |
διαψευστήκαμε |
||||||||||||||||||||||
διαψεύδετε |
διαψεύδατε |
διαψεύσατε |
διαψεύδεστε διαψευδόσαστε |
διαψευδόσαστε |
διαψευστήκατε |
||||||||||||||||||||||
διαψεύδουν(ε) |
διέψευδαν διαψεύδαν(ε) |
διέψευσαν |
διαψεύδονται |
διαψεύδονταν |
διαψεύστηκαν διαψευστήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διαψεύδω |
διαψεύσω |
διαψεύδομαι |
διαψευστώ |
||||||||||||||||||||||||
διαψεύδεις |
διαψεύσεις |
διαψεύδεσαι |
διαψευστείς |
||||||||||||||||||||||||
διαψεύδει |
διαψεύσει |
διαψεύδεται |
διαψευστεί |
||||||||||||||||||||||||
διαψεύδουμε διαψεύδομε |
διαψεύσουμε διαψεύσομε |
διαψευδόμαστε |
διαψευστούμε |
||||||||||||||||||||||||
διαψεύδετε |
διαψεύσετε |
διαψεύδεστε διαψευδόσαστε |
διαψευστείτε |
||||||||||||||||||||||||
διαψεύδουν(ε) |
διαψεύσουν(ε) |
διαψεύδονται |
διαψευστούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διάψευδε |
διάψευσε |
διαψεύσου |
|||||||||||||||||||||||||
διαψεύδετε |
διαψεύσετε |
διαψεύδεστε |
διαψευστείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα διαψεύσει |
volt.verleden tijd | was |
είχα διαψευστεί |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα διαψεύδω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα διαψεύδομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα διαψεύσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα διαψευστώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα διέψευδα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα διαψευδόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω διαψεύσει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω διαψευστεί |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα διαψεύσει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα διαψευστεί |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright