Warning: Undefined array key "testjava" in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 204 MorfWerwOnr2Rima
  

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis

©

 
direct naar: ** Grammatica    Fonologie    Morfologie    Syntaxis   Semantiek  
direct naar: * Grammatica    Klankleer    Vormleer    Zinsleer    Betekenisleer
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima

Werkwoord vervoegen: διεγείρω - opheffen


ενεργητική φωνή actief   παθητική φωνή passief
οριστική aantonende wijs indicatief   οριστική aantonende wijs indicatief
ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
  ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
διεγείρω
διέγειρα
διήγειρα
διέγειρα
διήγειρα
  διεγείρομαι
διεγειρόμουν(α)
διεγέρθηκα
διεγείρεις
διέγειρες
διήγειρες
διέγειρες
διήγειρες
  διεγείρεσαι
διεγειρόσουν(α)
διεγέρθηκες
διεγείρει
διέγειρε
διήγειρε
διέγειρε
διήγειρε
  διεγείρεται
διεγειρόταν(ε)
διεγέρθηκε
διεγείρουμε
διεγείρομε
διεγείραμε
διεγείραμε
  διεγειρόμαστε
διεγειρόμαστε
διεγερθήκαμε
διεγείρετε
διεγείρατε
διεγείρατε
  διεγείρεστε
διεγειρόσαστε
διεγειρόσαστε
διεγερθήκατε
διεγείρουν(ε)
διέγειραν
διήγειραν
διεγείραν(ε)
διέγειραν
διήγειραν
διεγείραν(ε)
διεγείρονται
διεγείρονταν
διεγειρόντανε
διεγέρθηκαν
διεγερθήκαν(ε)
υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
διεγείρει
παρακείμενος
volt.tegenw tijd

έχω διεγείρει

 
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
διεγείροντας
παρακείμενος

έχοντας διεγείρει

  υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
διεγερθεί
παρακείμενος
volt.tegenw.tijd
έχω διεγερθεί
είμαι διεγερμένος
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
διεγειρόμενος
παρακείμενος
volt./verl.dw. 2e st
διεγερμένος
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
διεγείρω
διεγείρω
  διεγείρομαι
διεγερθώ
διεγείρεις
διεγείρεις
  διεγείρεσαι
διεγερθείς
διεγείρει
διεγείρει
  διεγείρεται
διεγερθεί
διεγείρουμε
διεγείρομε
διεγείρουμε
διεγείρομε
  διεγειρόμαστε
διεγερθούμε
διεγείρετε
διεγείρετε
  διεγείρεστε
διεγειρόσαστε
διεγερθείτε
διεγείρουν(ε)
διεγείρουν(ε)
  διεγείρονται
διεγερθούν(ε)
προστακτική   προστακτική
  bevelende wijs imperatief     bevelende wijs imperatief
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
διέγειρε
διέγειρε
  διεγέρσου
διεγείρετε
διεγείρετε
  διεγείρεστε
διεγερθείτε
υπερσυντέλικος volt.verleden tijd had ')

είχα διεγείρει

volt.verleden tijd was είχα διεγερθεί
ήμουν διεγερμένος
εξακουλοθητικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal θα διεγείρω
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal worden θα διεγείρομαι
συνοπτικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal θα διεγείρω
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal worden θα διεγερθώ
υποθετικός λόγος onv.verleden toek.tijd: zou θα διέγειρα
θα διήγειρα
onv.verleden toek.tijd: zou worden θα διεγειρόμουν(α)
συντελεσμένος μέλλοντας volt.tegenw.toek.tijd: zal hebben ')

θα έχω διεγείρει

volt.tegenw.toek.tijd: zal zijn θα έχω διεγερθεί
θα είμαι διεγερμένος
υποθετικός λόγος volt.verleden toek.tijd: zou hebben')

θα είχα διεγείρει

volt.verleden toek.tijd: zou zijn θα είχα διεγερθεί
θα ήμουν διεγερμένος

') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).


© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
 

Betekenis:
Semantiek

l

Zin:
Syntaxis

l

Woord:
Morfologie

l

Letter:
Alfabet

l

Klank:
Fonologie