Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: διεγείρω
- opwekken
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
διεγείρω |
διέγειρα διήγειρα |
διέγειρα διήγειρα |
διεγείρομαι |
διεγειρόμουν(α) |
διεγέρθηκα |
||||||||||||||||||||||
διεγείρεις |
διέγειρες διήγειρες |
διέγειρες διήγειρες |
διεγείρεσαι |
διεγειρόσουν(α) |
διεγέρθηκες |
||||||||||||||||||||||
διεγείρει |
διέγειρε διήγειρε |
διέγειρε διήγειρε |
διεγείρεται |
διεγειρόταν(ε) |
διεγέρθηκε |
||||||||||||||||||||||
διεγείρουμε διεγείρομε |
διεγείραμε |
διεγείραμε |
διεγειρόμαστε |
διεγειρόμαστε |
διεγερθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
διεγείρετε |
διεγείρατε |
διεγείρατε |
διεγείρεστε διεγειρόσαστε |
διεγειρόσαστε |
διεγερθήκατε |
||||||||||||||||||||||
διεγείρουν(ε) |
διέγειραν διήγειραν διεγείραν(ε) |
διέγειραν διήγειραν διεγείραν(ε) |
διεγείρονται |
διεγείρονταν διεγειρόντανε |
διεγέρθηκαν διεγερθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διεγείρω |
διεγείρω |
διεγείρομαι |
διεγερθώ |
||||||||||||||||||||||||
διεγείρεις |
διεγείρεις |
διεγείρεσαι |
διεγερθείς |
||||||||||||||||||||||||
διεγείρει |
διεγείρει |
διεγείρεται |
διεγερθεί |
||||||||||||||||||||||||
διεγείρουμε διεγείρομε |
διεγείρουμε διεγείρομε |
διεγειρόμαστε |
διεγερθούμε |
||||||||||||||||||||||||
διεγείρετε |
διεγείρετε |
διεγείρεστε διεγειρόσαστε |
διεγερθείτε |
||||||||||||||||||||||||
διεγείρουν(ε) |
διεγείρουν(ε) |
διεγείρονται |
διεγερθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
διέγειρε |
διέγειρε |
διεγέρσου |
|||||||||||||||||||||||||
διεγείρετε |
διεγείρετε |
διεγείρεστε |
διεγερθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα διεγείρει |
volt.verleden tijd | was |
είχα διεγερθεί ήμουν διεγερμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα διεγείρω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα διεγείρομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα διεγείρω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα διεγερθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα διέγειρα θα διήγειρα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα διεγειρόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω διεγείρει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω διεγερθεί θα είμαι διεγερμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα διεγείρει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα διεγερθεί θα ήμουν διεγερμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright