Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: εγκαθιστώ
- installeren
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
εγκαθιστώ |
εγκαθιστούσα |
εγκατέστησα |
εγκαθίσταμαι |
- |
εγκαταστάθηκα |
||||||||||||||||||||||
εγκαθιστάς |
εγκαθιστούσες |
εγκατέστησες |
εγκαθίστασαι |
- |
εγκαταστάθηκες |
||||||||||||||||||||||
εγκαθιστά |
εγκαθιστούσε |
εγκατέστησε |
εγκαθίσταται |
εγκαθίστατο |
εγκατέστη εγκαταστάθηκε |
||||||||||||||||||||||
εγκαθιστούμε |
εγκαθιστούσαμε |
εγκαταστήσαμε |
εγκαθιστάμεθα |
εγκατασταθήκαμε |
|||||||||||||||||||||||
εγκαθιστάτε |
εγκαθιστούσατε |
εγκαταστήσατε |
εγκαθίστασθε |
εγκατασταθήκατε |
|||||||||||||||||||||||
εγκαθιστούν(ε) |
εγκαθιστούσαν(ε) |
εγκατέστησαν εγκαταστήσαν(ε) |
εγκαθίστανται |
εγκαθίσταντο |
εγκατέστησαν εγκαταστάθηκαν |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
εγκαθιστώ |
εγκαταστήσω |
εγκαθίσταμαι |
εγκαταστώ |
||||||||||||||||||||||||
εγκαθιστάς |
εγκαταστήσεις |
εγκαθίστασαι |
εγκαταστείς |
||||||||||||||||||||||||
εγκαθιστά |
εγκαταστήσει |
εγκαθίσταται |
εγκαταστεί |
||||||||||||||||||||||||
εγκαθιστούμε |
εγκαταστήσουμε εγκαταστήσομε |
εγκαθιστάμεθα |
εγκαταστούμε |
||||||||||||||||||||||||
εγκαθιστάτε |
εγκαταστήσετε |
εγκαθίστασθε |
εγκαταστείτε |
||||||||||||||||||||||||
εγκαθιστούν(ε) |
εγκαταστήσουν(ε) |
εγκαθίστανται |
εγκαταστούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
- |
εγκατέστησε |
εγκαταστήσου |
|||||||||||||||||||||||||
εγκαθιστάτε |
εγκαταστήστε εγκαταστήσετε |
εγκαθίστασθε |
εγκαταστείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα εγκαταστήσει |
volt.verleden tijd | was |
είχα εγκατασταθεί ήμουν εγκατεστημένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
- |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
- |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα εγκαταστήσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα εγκαταστώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα εγκαθιστούσα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα - |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω εγκαταστήσει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω εγκατασταθεί θα είμαι εγκατεστημένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα εγκαταστήσει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα εγκατασταθεί θα ήμουν εγκατεστημένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright