Warning: Undefined array key "testjava" in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 204 Warning: Undefined variable $PassaParAant in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 1152 MorfWerwOnr2Rima
  

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis

©

 
direct naar: ** Grammatica    Fonologie    Morfologie    Syntaxis   Semantiek  
direct naar: * Grammatica    Klankleer    Vormleer    Zinsleer    Betekenisleer
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima

Werkwoord vervoegen: εγκαθιστώ - installeren


ενεργητική φωνή actief   παθητική φωνή passief
οριστική aantonende wijs indicatief   οριστική aantonende wijs indicatief
ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
  ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
εγκαθιστώ
εγκαθιστούσα
εγκατέστησα
  εγκαθίσταμαι
-
εγκαταστάθηκα
εγκαθιστάς
εγκαθιστούσες
εγκατέστησες
  εγκαθίστασαι
-
εγκαταστάθηκες
εγκαθιστά
εγκαθιστούσε
εγκατέστησε
  εγκαθίσταται
εγκαθίστατο
εγκατέστη
εγκαταστάθηκε
εγκαθιστούμε
εγκαθιστούσαμε
εγκαταστήσαμε
  εγκαθιστάμεθα
εγκατασταθήκαμε
εγκαθιστάτε
εγκαθιστούσατε
εγκαταστήσατε
  εγκαθίστασθε
εγκατασταθήκατε
εγκαθιστούν(ε)
εγκαθιστούσαν(ε)
εγκατέστησαν
εγκαταστήσαν(ε)
εγκαθίστανται
εγκαθίσταντο
εγκατέστησαν
εγκαταστάθηκαν
υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
εγκαταστήσει
παρακείμενος
volt.tegenw tijd

έχω εγκαταστήσει

 
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
εγκαθιστώντας
παρακείμενος

έχοντας εγκαταστήσει

  υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
-
παρακείμενος
volt.tegenw.tijd
έχω εγκατασταθεί
είμαι εγκατεστημένος
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
εγκαθιστάμενος
παρακείμενος
volt./verl.dw. 2e st
εγκατεστημένος
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
εγκαθιστώ
εγκαταστήσω
  εγκαθίσταμαι
εγκαταστώ
εγκαθιστάς
εγκαταστήσεις
  εγκαθίστασαι
εγκαταστείς
εγκαθιστά
εγκαταστήσει
  εγκαθίσταται
εγκαταστεί
εγκαθιστούμε
εγκαταστήσουμε
εγκαταστήσομε
  εγκαθιστάμεθα
εγκαταστούμε
εγκαθιστάτε
εγκαταστήσετε
  εγκαθίστασθε
εγκαταστείτε
εγκαθιστούν(ε)
εγκαταστήσουν(ε)
  εγκαθίστανται
εγκαταστούν(ε)
προστακτική   προστακτική
  bevelende wijs imperatief     bevelende wijs imperatief
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
-
εγκατέστησε
  εγκαταστήσου
εγκαθιστάτε
εγκαταστήστε
εγκαταστήσετε
  εγκαθίστασθε
εγκαταστείτε
υπερσυντέλικος volt.verleden tijd had ')

είχα εγκαταστήσει

volt.verleden tijd was είχα εγκατασταθεί
ήμουν εγκατεστημένος
εξακουλοθητικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal -
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal worden -
συνοπτικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal θα εγκαταστήσω
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal worden θα εγκαταστώ
υποθετικός λόγος onv.verleden toek.tijd: zou θα εγκαθιστούσα
onv.verleden toek.tijd: zou worden θα -
συντελεσμένος μέλλοντας volt.tegenw.toek.tijd: zal hebben ')

θα έχω εγκαταστήσει

volt.tegenw.toek.tijd: zal zijn θα έχω εγκατασταθεί
θα είμαι εγκατεστημένος
υποθετικός λόγος volt.verleden toek.tijd: zou hebben')

θα είχα εγκαταστήσει

volt.verleden toek.tijd: zou zijn θα είχα εγκατασταθεί
θα ήμουν εγκατεστημένος

') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).


© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
 

Betekenis:
Semantiek

l

Zin:
Syntaxis

l

Woord:
Morfologie

l

Letter:
Alfabet

l

Klank:
Fonologie