Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: εγκαταλείπω
- verlaten
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
εγκαταλείπω |
εγκατάλειπα |
εγκατάλειψα |
εγκαταλείπομαι |
εγκαταλειπόμουν(α) |
εγκαταλείφτηκα εγκαταλείφθηκα |
||||||||||||||||||||||
εγκαταλείπεις |
εγκατάλειπες |
εγκατάλειψες |
εγκαταλείπεσαι |
εγκαταλειπόσουν(α) |
εγκαταλείφτηκες εγκαταλείφθηκες |
||||||||||||||||||||||
εγκαταλείπει |
εγκατάλειπε |
εγκατάλειψε |
εγκαταλείπεται |
εγκαταλειπόταν(ε) |
εγκαταλείφτηκε εγκαταλείφθηκε |
||||||||||||||||||||||
εγκαταλείπουμε εγκαταλείπομε |
εγκαταλείπαμε |
εγκαταλείψαμε |
εγκαταλειπόμαστε |
εγκαταλειπόμαστε |
εγκαταλειφτήκαμε εγκαταλειφθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
εγκαταλείπετε |
εγκαταλείπατε |
εγκαταλείψατε |
εγκαταλείπεστε εγκαταλειπόσαστε |
εγκαταλειπόσαστε |
εγκαταλειφτήκατε εγκαταλειφθήκατε |
||||||||||||||||||||||
εγκαταλείπουν(ε) |
εγκατάλειπαν εγκαταλείπαν(ε) |
εγκατάλειψαν εγκαταλείψαν(ε) |
εγκαταλείπονται |
εγκαταλείπονταν |
εγκαταλείφτηκαν εγκαταλείφθηκαν εγκαταλειφτήκαν(ε) εγκαταλειφθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
εγκαταλείπω |
εγκαταλείψω |
εγκαταλείπομαι |
εγκαταλειφτώ εγκαταλειφθώ |
||||||||||||||||||||||||
εγκαταλείπεις |
εγκαταλείψεις |
εγκαταλείπεσαι |
εγκαταλειφτείς εγκαταλειφθείς |
||||||||||||||||||||||||
εγκαταλείπει |
εγκαταλείψει |
εγκαταλείπεται |
εγκαταλειφτεί εγκαταλειφθεί |
||||||||||||||||||||||||
εγκαταλείπουμε εγκαταλείπομε |
εγκαταλείψουμε εγκαταλείψομε |
εγκαταλειπόμαστε |
εγκαταλειφτούμε εγκαταλειφθούμε |
||||||||||||||||||||||||
εγκαταλείπετε |
εγκαταλείψετε |
εγκαταλείπεστε εγκαταλειπόσαστε |
εγκαταλειφτείτε εγκαταλειφθείτε |
||||||||||||||||||||||||
εγκαταλείπουν(ε) |
εγκαταλείψουν(ε) |
εγκαταλείπονται |
εγκαταλειφτούν(ε) εγκαταλειφθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
εγκατάλειπε |
εγκατάλειψε |
εγκαταλείψου |
|||||||||||||||||||||||||
εγκαταλείπετε |
εγκαταλείψτε εγκαταλείψετε |
εγκαταλείπεστε |
εγκαταλειφτείτε εγκαταλειφθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα εγκαταλείψει |
volt.verleden tijd | was |
είχα εγκαταλειφτεί |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα εγκαταλείπω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα εγκαταλείπομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα εγκαταλείψω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα εγκαταλειφτώ θα εγκαταλειφθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα εγκατάλειπα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα εγκαταλειπόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω εγκαταλείψει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω εγκαταλειφτεί |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα εγκαταλείψει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα εγκαταλειφτεί |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright