Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: εισάγω
- invoeren
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
εισάγω |
εισήγα |
εισήγαγα |
εισάγομαι |
εισαγόμουν(α) |
εισάχθηκα εισήχθην |
||||||||||||||||||||||
εισάγεις |
εισήγες |
εισήγαγες |
εισάγεσαι |
εισαγόσουν(α) |
εισάχθηκες εισήχθης |
||||||||||||||||||||||
εισάγει |
εισήγε |
ήγαεισήγαγε |
εισάγεται |
εισαγόταν(ε) |
εισάχθηκε εισήχθη |
||||||||||||||||||||||
εισάγουμε εισάγομε |
εισήγαμε |
εισηγάγαμε |
εισαγόμαστε |
εισαγόμαστε |
εισαχθήκαμε εισήχθημεν |
||||||||||||||||||||||
εισάγετε |
εισήγατε |
εισηγάγατε |
εισάγεστε εισαγόσαστε |
εισαγόσαστε |
εισαχθήκατε εισήχθητε |
||||||||||||||||||||||
εισάγουν(ε) |
εισήγαν |
εισήγαγαν εισηγάγαν(ε) |
εισάγονται |
εισάγονταν |
εισάχθηκαν εισήχθησαν |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
εισάγω |
εισηγάγω |
εισάγομαι |
εισαχθώ |
||||||||||||||||||||||||
εισάγεις |
εισηγάγεις |
εισάγεσαι |
εισαχθείς |
||||||||||||||||||||||||
εισάγει |
εισηγάγει |
εισάγεται |
εισαχθεί |
||||||||||||||||||||||||
εισάγουμε εισάγομε |
εισηγάγουμε εισηγάγομε |
εισαγόμαστε |
εισαχθούμε |
||||||||||||||||||||||||
εισάγετε |
εισηγάγετε |
εισάγεστε εισαγόσαστε |
εισαχθείτε |
||||||||||||||||||||||||
εισάγουν(ε) |
εισηγάγουν(ε) |
εισάγονται |
εισαχθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
είσαγε |
- |
- |
|||||||||||||||||||||||||
εισάγετε |
εισαγάγετε |
εισάγεστε |
εισαχθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα εισηγάγει |
volt.verleden tijd | was | ||
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα εισάγω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα εισάγομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα εισηγάγω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα εισαχθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα εισήγα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα εισαγόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω εισηγάγει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn | ||
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα εισηγάγει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright