Warning: Undefined array key "testjava" in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 204 MorfWerwOnr2Rima
  

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis

©

 
direct naar: ** Grammatica    Fonologie    Morfologie    Syntaxis   Semantiek  
direct naar: * Grammatica    Klankleer    Vormleer    Zinsleer    Betekenisleer
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima

Werkwoord vervoegen: εισακούω - verhoren


ενεργητική φωνή actief   παθητική φωνή passief
οριστική aantonende wijs indicatief   οριστική aantonende wijs indicatief
ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
  ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
εισακούω
εισάκουα
εισάκουσα
  εισακούομαι
εισακουόμουν(α)
εισακούστηκα
εισακούεις
εισάκουες
εισάκουσες
  εισακούεσαι
εισακουόσουν(α)
εισακούστηκες
εισακούει
εισάκουε
εισάκουσε
  εισακούεται
εισακουόταν(ε)
εισακούστηκε
εισακούουμε
εισακούομε
εισακούαμε
εισακούσαμε
  εισακουόμαστε
εισακουόμαστε
εισακουόμασταν
εισακουστήκαμε
εισακούετε
εισακούατε
εισακούσατε
  εισακούεστε
εισακουόσαστε
εισακουόσαστε
εισακουόσασταν
εισακουστήκατε
εισακούουν(ε)
εισάκουαν
εισακούαν(ε)
εισάκουσαν
εισακούσαν(ε)
εισακούονται
εισακούονταν
εισακούστηκαν
εισακουστήκαν(ε)
υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
εισακούσει
παρακείμενος
volt.tegenw tijd

έχω εισακούσει

έχω εισακουσμένο

 
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
εισακούοντας
παρακείμενος

έχοντας εισακούσει

έχοντας εισακουσμένο

  υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
εισακουστεί
παρακείμενος
volt.tegenw.tijd
έχω εισακουστεί
είμαι εισακουσμένος
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
εισακουόμενος
παρακείμενος
volt./verl.dw. 2e st
εισακουσμένος
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
εισακούω
εισακούσω
  εισακούομαι
εισακουστώ
εισακούεις
εισακούσεις
  εισακούεσαι
εισακουστείς
εισακούει
εισακούσει
  εισακούεται
εισακουστεί
εισακούουμε
εισακούομε
εισακούσουμε
εισακούσομε
  εισακουόμαστε
εισακουστούμε
εισακούετε
εισακούσετε
  εισακούεστε
εισακουόσαστε
εισακουστείτε
εισακούουν(ε)
εισακούσουν(ε)
  εισακούονται
εισακουστούν(ε)
προστακτική   προστακτική
  bevelende wijs imperatief     bevelende wijs imperatief
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
εισάκουε
εισάκουσε
  εισακούσου
εισακούετε
εισακούστε
εισακούσετε
  εισακούεστε
εισακουστείτε
υπερσυντέλικος volt.verleden tijd had ')

είχα εισακούσει

είχα εισακουσμένο

volt.verleden tijd was είχα εισακουστεί
ήμουν εισακουσμένος
εξακουλοθητικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal θα εισακούω
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal worden θα εισακούομαι
συνοπτικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal θα εισακούσω
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal worden θα εισακουστώ
υποθετικός λόγος onv.verleden toek.tijd: zou θα εισάκουα
onv.verleden toek.tijd: zou worden θα εισακουόμουν(α)
συντελεσμένος μέλλοντας volt.tegenw.toek.tijd: zal hebben ')

θα έχω εισακούσει

θα έχω εισακουσμένο

volt.tegenw.toek.tijd: zal zijn θα έχω εισακουστεί
θα είμαι εισακουσμένος
υποθετικός λόγος volt.verleden toek.tijd: zou hebben')

θα είχα εισακούσει

θα είχα εισακουσμένο

volt.verleden toek.tijd: zou zijn θα είχα εισακουστεί
θα ήμουν εισακουσμένος

') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).


© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
 

Betekenis:
Semantiek

l

Zin:
Syntaxis

l

Woord:
Morfologie

l

Letter:
Alfabet

l

Klank:
Fonologie