Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: εισακούω
- verhoren
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
εισακούω |
εισάκουα |
εισάκουσα |
εισακούομαι |
εισακουόμουν(α) |
εισακούστηκα |
||||||||||||||||||||||
εισακούεις |
εισάκουες |
εισάκουσες |
εισακούεσαι |
εισακουόσουν(α) |
εισακούστηκες |
||||||||||||||||||||||
εισακούει |
εισάκουε |
εισάκουσε |
εισακούεται |
εισακουόταν(ε) |
εισακούστηκε |
||||||||||||||||||||||
εισακούουμε εισακούομε |
εισακούαμε |
εισακούσαμε |
εισακουόμαστε |
εισακουόμαστε εισακουόμασταν |
εισακουστήκαμε |
||||||||||||||||||||||
εισακούετε |
εισακούατε |
εισακούσατε |
εισακούεστε εισακουόσαστε |
εισακουόσαστε εισακουόσασταν |
εισακουστήκατε |
||||||||||||||||||||||
εισακούουν(ε) |
εισάκουαν εισακούαν(ε) |
εισάκουσαν εισακούσαν(ε) |
εισακούονται |
εισακούονταν |
εισακούστηκαν εισακουστήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
εισακούω |
εισακούσω |
εισακούομαι |
εισακουστώ |
||||||||||||||||||||||||
εισακούεις |
εισακούσεις |
εισακούεσαι |
εισακουστείς |
||||||||||||||||||||||||
εισακούει |
εισακούσει |
εισακούεται |
εισακουστεί |
||||||||||||||||||||||||
εισακούουμε εισακούομε |
εισακούσουμε εισακούσομε |
εισακουόμαστε |
εισακουστούμε |
||||||||||||||||||||||||
εισακούετε |
εισακούσετε |
εισακούεστε εισακουόσαστε |
εισακουστείτε |
||||||||||||||||||||||||
εισακούουν(ε) |
εισακούσουν(ε) |
εισακούονται |
εισακουστούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
εισάκουε |
εισάκουσε |
εισακούσου |
|||||||||||||||||||||||||
εισακούετε |
εισακούστε εισακούσετε |
εισακούεστε |
εισακουστείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα εισακούσει είχα εισακουσμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα εισακουστεί ήμουν εισακουσμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα εισακούω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα εισακούομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα εισακούσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα εισακουστώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα εισάκουα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα εισακουόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω εισακούσει θα έχω εισακουσμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω εισακουστεί θα είμαι εισακουσμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα εισακούσει θα είχα εισακουσμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα εισακουστεί θα ήμουν εισακουσμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright