Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: εισπράττω
- incasseren
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
εισπράττω |
εισέπραττα |
εισέπραξα |
εισπράττομαι |
εισπραττόμουν(α) |
εισπράχτηκα εισπράχθηκα |
||||||||||||||||||||||
εισπράττεις |
εισέπραττες |
εισέπραξες |
εισπράττεσαι |
εισπραττόσουν(α) |
εισπράχτηκες εισπράχθηκες |
||||||||||||||||||||||
εισπράττει |
εισέπραττε |
εισέπραξε |
εισπράττεται |
εισπραττόταν(ε) |
εισπράχτηκε εισπράχθηκε |
||||||||||||||||||||||
εισπράττουμε εισπράττομε |
εισπράτταμε |
εισπράξαμε |
εισπραττόμαστε |
εισπραττόμαστε |
εισπραχτήκαμε εισπραχθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
εισπράττετε |
εισπράττατε |
εισπράξατε |
εισπράττεστε εισπραττόσαστε |
εισπραττόσαστε |
εισπραχτήκατε εισπραχθήκατε |
||||||||||||||||||||||
εισπράττουν(ε) |
εισέπρατταν εισπράττανε |
εισέπραξαν εισπράξαν(ε) |
εισπράττονται |
εισπράττονταν |
εισπράχτηκαν εισπράχθηκαν εισπραχτήκαν(ε) εισπραχθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
εισπράττω |
εισπράξω |
εισπράττομαι |
εισπραχτώ εισπραχθώ |
||||||||||||||||||||||||
εισπράττεις |
εισπράξεις |
εισπράττεσαι |
εισπραχτείς εισπραχθείς |
||||||||||||||||||||||||
εισπράττει |
εισπράξει |
εισπράττεται |
εισπραχτεί εισπραχθεί |
||||||||||||||||||||||||
εισπράττουμε εισπράττομε |
εισπράξουμε εισπράξομε |
εισπραττόμαστε |
εισπραχτούμε εισπραχθούμε |
||||||||||||||||||||||||
εισπράττετε |
εισπράξετε |
εισπράττεστε εισπραττόσαστε |
εισπραχτείτε εισπραχθείτε |
||||||||||||||||||||||||
εισπράττουν(ε) |
εισπράξουν(ε) |
εισπράττονται |
εισπραχτούν(ε) εισπραχθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
είσπραττε |
είσπραξε |
εισπράξου |
|||||||||||||||||||||||||
εισπράττετε |
εισπράξτε εισπράξετε |
εισπράττεστε |
εισπραχτείτε εισπραχθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα εισπράξει είχα εισπραγμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα εισπραχτεί είχα εισπραχθεί ήμουν εισπραγμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα εισπράττω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα εισπράττομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα εισπράξω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα εισπραχτώ θα εισπραχθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα εισέπραττα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα εισπραττόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω εισπράξει θα έχω εισπραγμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω εισπραχτεί θα έχω εισπραχθεί θα είμαι εισπραγμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα εισπράξει θα είχα εισπραγμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα εισπραχτεί θα είχα εισπραχθεί θα ήμουν εισπραγμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright