Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: εκπαιδεύω
- opleiden
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
εκπαιδεύω |
εκπαίδευα |
εκπαίδευσα |
εκπαιδεύομαι |
εκπαιδευόμουν(α) |
εκπαιδεύτηκα εκπαιδεύθηκα |
||||||||||||||||||||||
εκπαιδεύεις |
εκπαίδευες |
εκπαίδευσες |
εκπαιδεύεσαι |
εκπαιδευόσουν(α) |
εκπαιδεύτηκες εκπαιδεύθηκες |
||||||||||||||||||||||
εκπαιδεύει |
εκπαίδευε |
εκπαίδευσε |
εκπαιδεύεται |
εκπαιδευόταν(ε) |
εκπαιδεύτηκε εκπαιδεύθηκε |
||||||||||||||||||||||
εκπαιδεύουμε εκπαιδεύομε |
εκπαιδεύαμε |
εκπαιδεύσαμε |
εκπαιδευόμαστε |
εκπαιδευόμαστε |
εκπαιδευτήκαμε εκπαιδευθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
εκπαιδεύετε |
εκπαιδεύατε |
εκπαιδεύσατε |
εκπαιδεύεστε εκπαιδευόσαστε |
εκπαιδευόσαστε |
εκπαιδευτήκατε εκπαιδευθήκατε |
||||||||||||||||||||||
εκπαιδεύουν(ε) |
εκπαίδευαν εκπαιδεύαν(ε) |
εκπαίδευσαν εκπαιδεύσαν(ε) |
εκπαιδεύονται |
εκπαιδεύονταν |
εκπαιδεύτηκαν εκπαιδεύθηκαν εκπαιδευτήκαν(ε) εκπαιδευθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
εκπαιδεύω |
εκπαιδεύσω |
εκπαιδεύομαι |
εκπαιδευτώ εκπαιδευθώ |
||||||||||||||||||||||||
εκπαιδεύεις |
εκπαιδεύσεις |
εκπαιδεύεσαι |
εκπαιδευτείς εκπαιδευθείς |
||||||||||||||||||||||||
εκπαιδεύει |
εκπαιδεύσει |
εκπαιδεύεται |
εκπαιδευτεί εκπαιδευθεί |
||||||||||||||||||||||||
εκπαιδεύουμε εκπαιδεύομε |
εκπαιδεύσουμε εκπαιδεύσομε |
εκπαιδευόμαστε |
εκπαιδευτούμε εκπαιδευθούμε |
||||||||||||||||||||||||
εκπαιδεύετε |
εκπαιδεύσετε |
εκπαιδεύεστε εκπαιδευόσαστε |
εκπαιδευτείτε εκπαιδευθείτε |
||||||||||||||||||||||||
εκπαιδεύουν(ε) |
εκπαιδεύσουν(ε) |
εκπαιδεύονται |
εκπαιδευτούν(ε) εκπαιδευθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
εκπαίδευε |
εκπαίδευσε |
εκπαιδεύσου |
|||||||||||||||||||||||||
εκπαιδεύετε |
εκπαιδεύστε εκπαιδεύσετε |
εκπαιδεύεστε |
εκπαιδευτείτε εκπαιδευθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα εκπαιδεύσει είχα εκπαιδευμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα εκπαιδευτεί είχα εκπαιδευθεί ήμουν εκπαιδευμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα εκπαιδεύω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα εκπαιδεύομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα εκπαιδεύσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα εκπαιδευτώ θα εκπαιδευθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα εκπαίδευα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα εκπαιδευόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω εκπαιδεύσει θα έχω εκπαιδευμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω εκπαιδευτεί θα έχω εκπαιδευθεί θα είμαι εκπαιδευμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα εκπαιδεύσει θα είχα εκπαιδευμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα εκπαιδευτεί θα είχα εκπαιδευθεί θα ήμουν εκπαιδευμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright