Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: εκτιμώ
- waarderen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
εκτιμάω εκτιμώ |
- εκτιμούσα |
εκτίμησα |
εκτιμώμαι |
- |
εκτιμήθηκα |
||||||||||||||||||||||
εκτιμάς |
- εκτιμούσες |
εκτίμησες |
εκτιμάσαι |
- |
εκτιμήθηκες |
||||||||||||||||||||||
εκτιμάει εκτιμά |
- εκτιμούσε |
εκτίμησε |
εκτιμάται |
εκτιμάτο εξετιμάτο |
εκτιμήθηκε |
||||||||||||||||||||||
εκτιμούμε εκτιμάμε |
- εκτιμούσαμε |
εκτιμήσαμε |
εκτιμόμαστε εκτιμέμεθα |
- |
εκτιμηθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
εκτιμάτε |
- εκτιμούσατε |
εκτιμήσατε |
εκτιμάστε |
- |
εκτιμηθήκατε |
||||||||||||||||||||||
εκτιμούν(ε) εκτιμάν(ε) |
- - εκτιμούσαν(ε) |
εκτίμησαν εκτιμήσαν(ε) |
εκτιμώνται |
εκτιμώντο εξετιμώντο |
εκτιμήθηκαν εκτιμηθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
εκτιμάω εκτιμώ |
εκτιμήσω |
εκτιμώμαι |
εκτιμηθώ |
||||||||||||||||||||||||
εκτιμάς |
εκτιμήσεις |
εκτιμάσαι |
εκτιμηθείς |
||||||||||||||||||||||||
εκτιμάει εκτιμά |
εκτιμήσει |
εκτιμάται |
εκτιμηθεί |
||||||||||||||||||||||||
εκτιμούμε εκτιμάμε |
εκτιμήσουμε εκτιμήσομε |
εκτιμόμαστε εκτιμέμεθα |
εκτιμηθούμε |
||||||||||||||||||||||||
εκτιμάτε |
εκτιμήσετε |
εκτιμάστε |
εκτιμηθείτε |
||||||||||||||||||||||||
εκτιμούν(ε) εκτιμάν(ε) |
εκτιμήσουν(ε) |
εκτιμώνται |
εκτιμηθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
εκτίμα εκτίμαγε |
εκτίμησε εκτίμα |
εκτιμήσου |
|||||||||||||||||||||||||
εκτιμάτε |
εκτιμήστε |
εκτιμάστε εκτιμάσθε |
εκτιμηθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα εκτιμήσει είχα εκτιμημένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα εκτιμηθεί ήμουν εκτιμημένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα εκτιμάω θα εκτιμώ |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα εκτιμώμαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα εκτιμήσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα εκτιμηθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα - θα εκτιμούσα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα - |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω εκτιμήσει θα έχω εκτιμημένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω εκτιμηθεί θα είμαι εκτιμημένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα εκτιμήσει θα είχα εκτιμημένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα εκτιμηθεί θα ήμουν εκτιμημένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright