Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: επιτρέπω
- toestaan
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
επιτρέπω |
επίτρεπα |
επέτρεψα |
επιτρέπομαι |
επιτρεπόμουν(α) |
επιτράπηκα |
||||||||||||||||||||||
επιτρέπεις |
επίτρεπες |
επέτρεψες |
επιτρέπεσαι |
επιτρεπόσουν(α) |
επιτράπηκες |
||||||||||||||||||||||
επιτρέπει |
επίτρεπε |
επέτρεψε |
επιτρέπεται |
επιτρεπόταν(ε) |
επιτράπηκε επετράπην |
||||||||||||||||||||||
επιτρέπουμε επιτρέπομε |
επιτρέπαμε |
επιτρέψαμε |
επιτρεπόμαστε |
επιτρεπόμαστε επιτρεπόμασταν |
επιτραπήκαμε |
||||||||||||||||||||||
επιτρέπετε |
επιτρέπατε |
επιτρέψατε |
επιτρέπεστε επιτρεπόσαστε |
επιτρεπόσαστε επιτρεπόσασταν |
επιτραπήκατε |
||||||||||||||||||||||
επιτρέπουν(ε) |
επίτρεπαν επιτρέπαν(ε) |
επέτρεψαν επιτρέψαν(ε) |
επιτρέπονται |
επιτρεπόντουσαν επιτρέπονταν επιτρεπόντανε |
επιτράπηκαν επιτραπήκαν(ε) επετράπησαν |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
επιτρέπω |
επιτρέψω |
επιτρέπομαι |
επιτραπώ |
||||||||||||||||||||||||
επιτρέπεις |
επιτρέψεις |
επιτρέπεσαι |
επιτραπείς |
||||||||||||||||||||||||
επιτρέπει |
επιτρέψει |
επιτρέπεται |
επιτραπεί |
||||||||||||||||||||||||
επιτρέπουμε επιτρέπομε |
επιτρέψουμε επιτρέψομε |
επιτρεπόμαστε |
επιτραπούμε |
||||||||||||||||||||||||
επιτρέπετε |
επιτρέψετε |
επιτρέπεστε επιτρεπόσαστε |
επιτραπείτε |
||||||||||||||||||||||||
επιτρέπουν(ε) |
επιτρέψουν(ε) |
επιτρέπονται |
επιτραπούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
επίτρεπε |
επίτρεψε |
- |
|||||||||||||||||||||||||
επιτρέπετε |
επιτρέψτε επιτρέψετε |
επιτρέπεστε |
επιτραπείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα επιτρέψει |
volt.verleden tijd | was |
είχα επιτραπεί |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα επιτρέπω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα επιτρέπομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα επιτρέψω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα επιτραπώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα επίτρεπα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα επιτρεπόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω επιτρέψει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω επιτραπεί |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα επιτρέψει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα επιτραπεί |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright