Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: επιτυγχάνω
- verwezenlijken
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
πετυχαίνω |
πετύχαινα επιτύγχανα |
πέτυχα επέτυχα |
επιτυγχάνομαι |
- |
επιτεύχθηκα |
||||||||||||||||||||||
επιτυγχάνεις πετυχαίνεις |
πετύχαινες επιτύγχανες |
πέτυχες επέτυχες |
επιτυγχάνεσαι |
- |
επιτεύχθηκες |
||||||||||||||||||||||
επιτυγχάνει πετυχαίνει |
πετύχαινε επιτύγχανε |
πέτυχε επέτυχε |
επιτυγχάνεται |
επιτυγχανόταν |
επιτεύχθηκε |
||||||||||||||||||||||
επιτυγχάνουμε πετυχαίνουμε πετυχαίνομε πετυχαίνομε |
επιτυγχάναμε |
πέτυχαμε |
επιτυγχανόμαστε |
επιτευχθήκαμε |
|||||||||||||||||||||||
επιτυγχάνετε πετυχαίνετε |
επιτυγχάνατε |
πέτυχατε |
επιτυγχάνεστε |
επιτευχθήκατε |
|||||||||||||||||||||||
επιτυγχάνουν(ε) πετυχαίνουν(ε) |
επιτύγχαναν επιτυγχάναν(ε) |
πέτυχαν επιτύχαν(ε) |
επιτυγχάνονται |
επιτυγχάνονταν |
επιτεύχθηκαν επιτευχθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
πετυχαίνω |
επιτύχω πετύχω |
επιτυγχάνομαι |
επιτευχθώ |
||||||||||||||||||||||||
επιτυγχάνεις πετυχαίνεις |
επιτύχεις πετύχεις |
επιτυγχάνεσαι |
επιτευχθείς |
||||||||||||||||||||||||
επιτυγχάνει πετυχαίνει |
επιτύχει πετύχει |
επιτυγχάνεται |
επιτευχθεί |
||||||||||||||||||||||||
επιτυγχάνουμε πετυχαίνουμε πετυχαίνομε πετυχαίνομε |
επιτύχουμε πετύχουμε επιτύχομε πετύχομε |
επιτυγχανόμαστε |
επιτευχθούμε |
||||||||||||||||||||||||
επιτυγχάνετε πετυχαίνετε |
επιτύχετε πετύχετε |
επιτυγχάνεστε |
επιτευχθείτε |
||||||||||||||||||||||||
επιτυγχάνουν(ε) πετυχαίνουν(ε) |
επιτύχουν(ε) επιτύχουν(ε) |
επιτυγχάνονται |
επιτευχθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
πετύχαινε επιτύγχανε |
πέτυχε |
- |
|||||||||||||||||||||||||
επιτυγχάνετε πετυχαίνετε |
επιτύχετε πετύχετε |
επιτυγχάνεστε |
επιτευχθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα επιτύχει |
volt.verleden tijd | was | ||
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα πετυχαίνω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα επιτυγχάνομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα επιτύχω θα πετύχω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα επιτευχθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα πετύχαινα θα επιτύγχανα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα - |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω επιτύχει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn | ||
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα επιτύχει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright