Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: θεωρώ
- beschouwen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
θεωρώ |
θεωρούσα |
θεώρησα |
θεωρούμαι |
θεωρούμουν |
θεωρήθηκα |
||||||||||||||||||||||
θεωρείς |
θεωρούσες |
θεώρησες |
θεωρείσαι |
- |
θεωρήθηκες |
||||||||||||||||||||||
θεωρεί |
θεωρούσε |
θεώρησε |
θεωρείται |
θεωρούνταν εθεωρείτο θεωρείτο |
θεωρήθηκε |
||||||||||||||||||||||
θεωρούμε |
θεωρούσαμε |
θεωρήσαμε |
θεωρούμαστε |
θεωρούμαστε θεωρούμασταν |
θεωρηθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
θεωρείτε |
θεωρούσατε |
θεωρήσατε |
θεωρείστε |
θεωρούσαστε θεωρούσασταν |
θεωρηθήκατε |
||||||||||||||||||||||
θεωρούν(ε) |
θεωρούσαν(ε) |
θεώρησαν θεωρήσαν(ε) |
θεωρούνται |
θεωρούνταν εθεωρούντο θεωρούντο |
θεωρήθηκαν θεωρηθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
θεωρώ |
θεωρήσω |
θεωρούμαι |
θεωρηθώ |
||||||||||||||||||||||||
θεωρείς |
θεωρήσεις |
θεωρείσαι |
θεωρηθείς |
||||||||||||||||||||||||
θεωρεί |
θεωρήσει |
θεωρείται |
θεωρηθεί |
||||||||||||||||||||||||
θεωρούμε |
θεωρήσουμε θεωρήσομε |
θεωρούμαστε |
θεωρηθούμε |
||||||||||||||||||||||||
θεωρείτε |
θεωρήσετε |
θεωρείστε |
θεωρηθείτε |
||||||||||||||||||||||||
θεωρούν(ε) |
θεωρήσουν(ε) |
θεωρούνται |
θεωρηθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
- |
θεώρησε |
θεωρήσου |
|||||||||||||||||||||||||
θεωρείτε |
θεωρήστε θεωρήσετε |
θεωράστε θεωρείστε |
θεωρηθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα θεωρήσει είχα θεωρημένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα θεωρηθεί ήμουν θεωρημένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα θεωρώ |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα θεωρούμαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα θεωρήσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα θεωρηθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα θεωρούσα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα θεωρούμουν |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω θεωρήσει θα έχω θεωρημένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω θεωρηθεί θα είμαι θεωρημένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα θεωρήσει θα είχα θεωρημένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα θεωρηθεί θα ήμουν θεωρημένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright