Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: καθιστώ
- worden
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
καθιστώ |
καθιστούσα |
κατέστησα |
καθίσταμαι |
- |
- |
||||||||||||||||||||||
καθιστάς |
καθιστούσες |
κατέστησες |
καθίστασαι |
- |
|||||||||||||||||||||||
καθιστά |
καθιστούσε |
κατέστησε |
καθίσταται |
καθίστατο |
κατέστη |
||||||||||||||||||||||
καθιστούμε |
καθιστούσαμε |
καταστήσαμε |
καθιστάμεθα |
||||||||||||||||||||||||
καθιστάτε |
καθιστούσατε |
καταστήσατε |
καθίστασθε |
||||||||||||||||||||||||
καθιστούν(ε) |
καθιστούσαν(ε) |
κατέστησαν καταστήσαν(ε) |
καθίστανται |
καθίσταντο |
κατέστησαν |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
καθιστώ |
καταστήσω |
καθίσταμαι |
καταστώ |
||||||||||||||||||||||||
καθιστάς |
καταστήσεις |
καθίστασαι |
καταστείς |
||||||||||||||||||||||||
καθιστά |
καταστήσει |
καθίσταται |
καταστεί |
||||||||||||||||||||||||
καθιστούμε |
καταστήσουμε καταστήσομε |
καθιστάμεθα |
καταστούμε |
||||||||||||||||||||||||
καθιστάτε |
καταστήσετε |
καθίστασθε |
καταστείτε |
||||||||||||||||||||||||
καθιστούν(ε) |
καταστήσουν(ε) |
καθίστανται |
καταστούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
- |
κατέστησε |
καταστήσου |
|||||||||||||||||||||||||
καθιστάτε |
καταστήστε καταστήσετε |
καθίστασθε |
καταστείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα καταστήσει |
volt.verleden tijd | was |
είχα καταστεί είχα κατασταθεί |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα καθιστώ |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα καθίσταμαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα καταστήσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα καταστώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα καθιστούσα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα - |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω καταστήσει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω καταστεί θα έχω κατασταθεί |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα καταστήσει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα καταστεί θα είχα κατασταθεί |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright