Warning: Undefined array key "testjava" in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 204 Warning: Undefined variable $PassaParAant in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 1152 MorfWerwOnr2Rima
  

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis

©

 
direct naar: ** Grammatica    Fonologie    Morfologie    Syntaxis   Semantiek  
direct naar: * Grammatica    Klankleer    Vormleer    Zinsleer    Betekenisleer
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima

Werkwoord vervoegen: καλύπτω - bedekken


ενεργητική φωνή actief   παθητική φωνή passief
οριστική aantonende wijs indicatief   οριστική aantonende wijs indicatief
ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
  ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
καλύπτω
κάλυπτα
κάλυψα
κάλυψα
  καλύπτομαι
καλυπτόμουν(α)
καλύφτηκα
καλύφθηκα
καλύπτεις
κάλυπτες
κάλυψες
  καλύπτεσαι
καλυπτόσουν(α)
καλύφτηκες
καλύφθηκες
καλύπτει
κάλυπτε
κάλυψε
  καλύπτεται
καλυπτόταν(ε)
καλύφτηκε
καλύφθηκε
καλύπτουμε
καλύπτομε
καλύπταμε
καλύψαμε
  καλυπτόμαστε
καλυπτόμαστε
καλυφτήκαμε
καλυφθήκαμε
καλύπτετε
καλύπτατε
καλύψατε
  καλύπτεστε
καλυπτόσαστε
καλυπτόσαστε
καλυφτήκατε
καλυφθήκατε
καλύπτουν(ε)
κάλυπταν
καλύπταν(ε)
κάλυψαν
καλύψαν(ε)
καλύπτονται
καλύπτονταν
καλυπτόντανε
καλύφτηκαν
καλύφθηκαν
καλυφτήκαν(ε)
καλυφθήκαν(ε)
υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
καλύψει
παρακείμενος
volt.tegenw tijd

έχω καλύψει

έχω καλυμμένο

 
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
καλύπτοντας
παρακείμενος

έχοντας καλύψει

έχοντας καλυμμένο

  υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
καλυφτεί
παρακείμενος
volt.tegenw.tijd
έχω καλυφτεί
έχω καλυφθεί
είμαι καλυμμένος
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
καλυπτόμενος
παρακείμενος
volt./verl.dw. 2e st
καλυμμένος
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
καλύπτω
καλύψω
  καλύπτομαι
καλυφτώ
καλυφθώ
καλύπτεις
καλύψεις
  καλύπτεσαι
καλυφτείς
καλυφθείς
καλύπτει
καλύψει
  καλύπτεται
καλυφτεί
καλυφθεί
καλύπτουμε
καλύπτομε
καλύψουμε
καλύψομε
  καλυπτόμαστε
καλυφτούμε
καλυφθούμε
καλύπτετε
καλύψετε
  καλύπτεστε
καλυπτόσαστε
καλυφτείτε
καλυφθείτε
καλύπτουν(ε)
καλύψουν(ε)
  καλύπτονται
καλυφτούν(ε)
καλυφθούν(ε)
προστακτική   προστακτική
  bevelende wijs imperatief     bevelende wijs imperatief
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
κάλυπτε
κάλυψε
  καλύψου
καλύπτετε
καλύψτε
καλύψετε
  καλύπτεστε
καλυφτείτε
καλυφθείτε
υπερσυντέλικος volt.verleden tijd had ')

είχα καλύψει

είχα καλυμμένο

volt.verleden tijd was είχα καλυφτεί
είχα καλυφθεί
ήμουν καλυμμένος
εξακουλοθητικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal θα καλύπτω
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal worden θα καλύπτομαι
συνοπτικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal θα καλύψω
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal worden θα καλυφτώ
θα καλυφθώ
υποθετικός λόγος onv.verleden toek.tijd: zou θα κάλυπτα
onv.verleden toek.tijd: zou worden θα καλυπτόμουν(α)
συντελεσμένος μέλλοντας volt.tegenw.toek.tijd: zal hebben ')

θα έχω καλύψει

θα έχω καλυμμένο

volt.tegenw.toek.tijd: zal zijn θα έχω καλυφτεί
θα έχω καλυφθεί
θα είμαι καλυμμένος
υποθετικός λόγος volt.verleden toek.tijd: zou hebben')

θα είχα καλύψει

θα είχα καλυμμένο

volt.verleden toek.tijd: zou zijn θα είχα καλυφτεί
θα είχα καλυφθεί
θα ήμουν καλυμμένος

') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).


© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
 

Betekenis:
Semantiek

l

Zin:
Syntaxis

l

Woord:
Morfologie

l

Letter:
Alfabet

l

Klank:
Fonologie