Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: καλύπτω
- bedekken
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
καλύπτω |
κάλυπτα |
κάλυψα κάλυψα |
καλύπτομαι |
καλυπτόμουν(α) |
καλύφτηκα καλύφθηκα |
||||||||||||||||||||||
καλύπτεις |
κάλυπτες |
κάλυψες |
καλύπτεσαι |
καλυπτόσουν(α) |
καλύφτηκες καλύφθηκες |
||||||||||||||||||||||
καλύπτει |
κάλυπτε |
κάλυψε |
καλύπτεται |
καλυπτόταν(ε) |
καλύφτηκε καλύφθηκε |
||||||||||||||||||||||
καλύπτουμε καλύπτομε |
καλύπταμε |
καλύψαμε |
καλυπτόμαστε |
καλυπτόμαστε |
καλυφτήκαμε καλυφθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
καλύπτετε |
καλύπτατε |
καλύψατε |
καλύπτεστε καλυπτόσαστε |
καλυπτόσαστε |
καλυφτήκατε καλυφθήκατε |
||||||||||||||||||||||
καλύπτουν(ε) |
κάλυπταν καλύπταν(ε) |
κάλυψαν καλύψαν(ε) |
καλύπτονται |
καλύπτονταν καλυπτόντανε |
καλύφτηκαν καλύφθηκαν καλυφτήκαν(ε) καλυφθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
καλύπτω |
καλύψω |
καλύπτομαι |
καλυφτώ καλυφθώ |
||||||||||||||||||||||||
καλύπτεις |
καλύψεις |
καλύπτεσαι |
καλυφτείς καλυφθείς |
||||||||||||||||||||||||
καλύπτει |
καλύψει |
καλύπτεται |
καλυφτεί καλυφθεί |
||||||||||||||||||||||||
καλύπτουμε καλύπτομε |
καλύψουμε καλύψομε |
καλυπτόμαστε |
καλυφτούμε καλυφθούμε |
||||||||||||||||||||||||
καλύπτετε |
καλύψετε |
καλύπτεστε καλυπτόσαστε |
καλυφτείτε καλυφθείτε |
||||||||||||||||||||||||
καλύπτουν(ε) |
καλύψουν(ε) |
καλύπτονται |
καλυφτούν(ε) καλυφθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
κάλυπτε |
κάλυψε |
καλύψου |
|||||||||||||||||||||||||
καλύπτετε |
καλύψτε καλύψετε |
καλύπτεστε |
καλυφτείτε καλυφθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα καλύψει είχα καλυμμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα καλυφτεί είχα καλυφθεί ήμουν καλυμμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα καλύπτω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα καλύπτομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα καλύψω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα καλυφτώ θα καλυφθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα κάλυπτα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα καλυπτόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω καλύψει θα έχω καλυμμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω καλυφτεί θα έχω καλυφθεί θα είμαι καλυμμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα καλύψει θα είχα καλυμμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα καλυφτεί θα είχα καλυφθεί θα ήμουν καλυμμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright