Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: κατάσχω
- confisqueren
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
κατάσχω |
- |
κατάσχεσα |
κατάσχομαι |
κατασχόμουν(α) |
κατασχέθηκα |
||||||||||||||||||||||
κατάσχεις |
κατάσχεσες |
κατάσχεσαι |
κατασχόσουν(α) |
κατασχέθηκες |
|||||||||||||||||||||||
κατάσχει |
κατάσχεσε |
κατάσχεται |
κατασχόταν(ε) |
κατασχέθηκε |
|||||||||||||||||||||||
κατάσχουμε κατάσχομε |
κατασχέσαμε |
κατασχόμαστε |
κατασχόμαστε |
κατασχεθήκαμε |
|||||||||||||||||||||||
κατάσχετε |
κατασχέσατε |
κατάσχεστε |
κατασχόσαστε |
κατασχεθήκατε |
|||||||||||||||||||||||
κατάσχουν(ε) |
κατάσχεσαν κατασχέσαν(ε) |
κατάσχονται |
κατάσχονταν |
κατασχέθηκαν κατασχεθήκαν(ε) |
|||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
κατάσχω |
κατασχέσω |
κατάσχομαι |
κατασχεθώ |
||||||||||||||||||||||||
κατάσχεις |
κατασχέσεις |
κατάσχεσαι |
κατασχεθείς |
||||||||||||||||||||||||
κατάσχει |
κατασχέσει |
κατάσχεται |
κατασχεθεί |
||||||||||||||||||||||||
κατάσχουμε κατάσχομε |
κατασχέσουμε |
κατασχόμαστε |
κατασχεθούμε |
||||||||||||||||||||||||
κατάσχετε |
κατασχέσετε |
κατάσχεστε |
κατασχεθείτε |
||||||||||||||||||||||||
κατάσχουν(ε) |
κατασχέσουν(ε) |
κατάσχονται |
κατασχεθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
κάτασχε |
κατάσχεσε |
κατασχέσου |
|||||||||||||||||||||||||
κατάσχετε |
κατασχέστε κατασχέσετε |
κατάσχεστε |
κατασχεθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα κατασχέσει |
volt.verleden tijd | was | ||
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα κατάσχω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα κατάσχομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα κατασχέσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα κατασχεθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα - |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα κατασχόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω κατασχέσει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn | ||
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα κατασχέσει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright