Warning: Undefined array key "testjava" in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 204 MorfWerwOnr2Rima
  

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis

©

 
direct naar: ** Grammatica    Fonologie    Morfologie    Syntaxis   Semantiek  
direct naar: * Grammatica    Klankleer    Vormleer    Zinsleer    Betekenisleer
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima

Werkwoord vervoegen: καταλαμβάνω - bezetten


ενεργητική φωνή actief   παθητική φωνή passief
οριστική aantonende wijs indicatief   οριστική aantonende wijs indicatief
ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
  ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
καταλαμβάνω
καταλάμβανα
κατέλαβα
  καταλαμβάνομαι
καταλαμβανόμουν(α)
καταλήφθηκα
καταλήφθην
καταλαμβάνεις
καταλάμβανες
κατέλαβες
  καταλαμβάνεσαι
καταλαμβανόσουν(α)
καταλήφθηκες
καταλήφθης
καταλαμβάνει
καταλάμβανε
κατέλαβε
  καταλαμβάνεται
καταλαμβανόταν(ε)
καταλήφθηκε
καταλήφθη
καταλαμβάνουμε
καταλαμβάνομε
καταλαμβάναμε
καταλάβαμε
  καταλαμβανόμαστε
καταλαμβανόμαστε
καταλαμβανόμασταν
καταληφθήκαμε
καταλήφθημεν
καταλαμβάνετε
καταλαμβάνατε
καταλάβατε
  καταλαμβάνεστε
καταλαμβανόσαστε
καταλαμβανόσαστε
καταλαμβανόσασταν
καταληφθήκατε
καταλήφθητε
καταλαμβάνουν(ε)
καταλάμβαναν
καταλαμβάναν(ε)
κατέλαβαν
καταλάβαν(ε)
καταλαμβάνονται
καταλαμβάνονταν
καταλήφθηκαν
καταλήφθησαν
υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
καταλάβει
παρακείμενος
volt.tegenw tijd

έχω καταλάβει

έχω κατειλημμένο

 
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
καταλαμβάνοντας
παρακείμενος

έχοντας καταλάβει

έχοντας κατειλημμένο

  υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
καταληφθεί
παρακείμενος
volt.tegenw.tijd
έχω καταληφθεί
είμαι κατειλημμένος
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
καταλαμβανόμενος
παρακείμενος
volt./verl.dw. 2e st
κατειλημμένος
καταληφθείς
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
καταλαμβάνω
καταλάβω
  καταλαμβάνομαι
καταληφθώ
καταλαμβάνεις
καταλάβεις
  καταλαμβάνεσαι
καταληφθείς
καταλαμβάνει
καταλάβει
  καταλαμβάνεται
καταληφθεί
καταλαμβάνουμε
καταλαμβάνομε
καταλάβουμε
καταλάβομε
  καταλαμβανόμαστε
καταληφθούμε
καταλαμβάνετε
καταλάβετε
  καταλαμβάνεστε
καταλαμβανόσαστε
καταληφθείτε
καταλαμβάνουν(ε)
καταλάβουν(ε)
  καταλαμβάνονται
καταληφθούν(ε)
προστακτική   προστακτική
  bevelende wijs imperatief     bevelende wijs imperatief
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
καταλάμβανε
κατάλαβε
  -
καταλαμβάνετε
καταλάβετε
  καταλαμβάνεστε
καταληφθείτε
υπερσυντέλικος volt.verleden tijd had ')

είχα καταλάβει

είχα κατειλημμένο

volt.verleden tijd was είχα καταληφθεί
ήμουν κατειλημμένος
εξακουλοθητικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal θα καταλαμβάνω
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal worden θα καταλαμβάνομαι
συνοπτικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal θα καταλάβω
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal worden θα καταληφθώ
υποθετικός λόγος onv.verleden toek.tijd: zou θα καταλάμβανα
onv.verleden toek.tijd: zou worden θα καταλαμβανόμουν(α)
συντελεσμένος μέλλοντας volt.tegenw.toek.tijd: zal hebben ')

θα έχω καταλάβει

θα έχω κατειλημμένο

volt.tegenw.toek.tijd: zal zijn θα έχω καταληφθεί
θα είμαι κατειλημμένος
υποθετικός λόγος volt.verleden toek.tijd: zou hebben')

θα είχα καταλάβει

θα είχα κατειλημμένο

volt.verleden toek.tijd: zou zijn θα είχα καταληφθεί
θα ήμουν κατειλημμένος

') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).


© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
 

Betekenis:
Semantiek

l

Zin:
Syntaxis

l

Woord:
Morfologie

l

Letter:
Alfabet

l

Klank:
Fonologie