Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: καταλαμβάνω
- bezetten
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
καταλαμβάνω |
καταλάμβανα |
κατέλαβα |
καταλαμβάνομαι |
καταλαμβανόμουν(α) |
καταλήφθηκα καταλήφθην |
||||||||||||||||||||||
καταλαμβάνεις |
καταλάμβανες |
κατέλαβες |
καταλαμβάνεσαι |
καταλαμβανόσουν(α) |
καταλήφθηκες καταλήφθης |
||||||||||||||||||||||
καταλαμβάνει |
καταλάμβανε |
κατέλαβε |
καταλαμβάνεται |
καταλαμβανόταν(ε) |
καταλήφθηκε καταλήφθη |
||||||||||||||||||||||
καταλαμβάνουμε καταλαμβάνομε |
καταλαμβάναμε |
καταλάβαμε |
καταλαμβανόμαστε |
καταλαμβανόμαστε καταλαμβανόμασταν |
καταληφθήκαμε καταλήφθημεν |
||||||||||||||||||||||
καταλαμβάνετε |
καταλαμβάνατε |
καταλάβατε |
καταλαμβάνεστε καταλαμβανόσαστε |
καταλαμβανόσαστε καταλαμβανόσασταν |
καταληφθήκατε καταλήφθητε |
||||||||||||||||||||||
καταλαμβάνουν(ε) |
καταλάμβαναν καταλαμβάναν(ε) |
κατέλαβαν καταλάβαν(ε) |
καταλαμβάνονται |
καταλαμβάνονταν |
καταλήφθηκαν καταλήφθησαν |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
καταλαμβάνω |
καταλάβω |
καταλαμβάνομαι |
καταληφθώ |
||||||||||||||||||||||||
καταλαμβάνεις |
καταλάβεις |
καταλαμβάνεσαι |
καταληφθείς |
||||||||||||||||||||||||
καταλαμβάνει |
καταλάβει |
καταλαμβάνεται |
καταληφθεί |
||||||||||||||||||||||||
καταλαμβάνουμε καταλαμβάνομε |
καταλάβουμε καταλάβομε |
καταλαμβανόμαστε |
καταληφθούμε |
||||||||||||||||||||||||
καταλαμβάνετε |
καταλάβετε |
καταλαμβάνεστε καταλαμβανόσαστε |
καταληφθείτε |
||||||||||||||||||||||||
καταλαμβάνουν(ε) |
καταλάβουν(ε) |
καταλαμβάνονται |
καταληφθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
καταλάμβανε |
κατάλαβε |
- |
|||||||||||||||||||||||||
καταλαμβάνετε |
καταλάβετε |
καταλαμβάνεστε |
καταληφθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα καταλάβει είχα κατειλημμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα καταληφθεί ήμουν κατειλημμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα καταλαμβάνω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα καταλαμβάνομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα καταλάβω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα καταληφθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα καταλάμβανα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα καταλαμβανόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω καταλάβει θα έχω κατειλημμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω καταληφθεί θα είμαι κατειλημμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα καταλάβει θα είχα κατειλημμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα καταληφθεί θα ήμουν κατειλημμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright