Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: λέω
- zeggen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
λέω λέγω |
έλεγα |
είπα |
λέγομαι |
λεγόμουν(α) |
λέχθηκα ειπώθηκα |
||||||||||||||||||||||
λες λέγεις |
έλεγες |
είπες |
λέγεσαι |
λεγόσουν(α) |
λέχθηκες ειπώθηκες |
||||||||||||||||||||||
λέει λέγει |
έλεγε |
λέγεται |
λεγόταν(ε) |
λέχθηκε ειπώθηκε |
|||||||||||||||||||||||
λέμε λέγουμε λέγομε |
λέγαμε |
είπαμε |
λεγόμαστε |
λεγόμαστε λεγόμασταν |
ειπωθήκαμε λεχθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
λέτε λέγετε |
λέγατε |
είπατε |
λέγεστε λεγόσαστε |
λεγόσαστε λεγόσασταν |
ειπωθήκατε λεχθήκατε |
||||||||||||||||||||||
λέγουν(ε) λένε λεν |
έλεγαν λέγαν(ε) |
είπαν(ε) |
λέγονται |
λεγόντουσαν λέγονταν λεγόντανε |
λέχθηκαν ειπώθηκαν ειπωθήκαν(ε) λεχθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
λέω λέγω |
πω |
λέγομαι |
ειπωθώ λεχθώ |
||||||||||||||||||||||||
λες λέγεις |
πεις |
λέγεσαι |
ειπωθείς λεχθείς |
||||||||||||||||||||||||
λέει λέγει |
πει |
λέγεται |
ειπωθεί λεχθεί |
||||||||||||||||||||||||
λέμε λέγουμε λέγομε |
πούμε |
λεγόμαστε |
ειπωθούμε λεχθούμε |
||||||||||||||||||||||||
λέτε λέγετε |
πείτε |
λέγεστε λεγόσαστε |
ειπωθείτε |
||||||||||||||||||||||||
λέγουν(ε) λένε λεν |
πούνε πουν |
λέγονται |
ειπωθούν(ε) λεχθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
λέγε |
πες |
- |
|||||||||||||||||||||||||
λέτε λέγετε |
πείτε πέστε |
λέγεστε |
ειπωθείτε λεχθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα πει |
volt.verleden tijd | was |
είχα ειπωθεί είχα λεχθεί ήμουν ειπωμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα λέω θα λέγω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα λέγομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα πω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα ειπωθώ θα λεχθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα έλεγα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα λεγόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω πει |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω ειπωθεί θα έχω λεχθεί θα είμαι ειπωμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα πει |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα ειπωθεί θα είχα λεχθεί θα ήμουν ειπωμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright