Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: μαζεύω
- verzamelen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
μαζεύω |
μάζευα |
μάζεψα |
μαζεύομαι |
μαζευόμουν(α) |
μαζεύτηκα |
||||||||||||||||||||||
μαζεύεις |
μάζευες |
μάζεψες |
μαζεύεσαι |
μαζευόσουν(α) |
μαζεύτηκες |
||||||||||||||||||||||
μαζεύει |
μάζευε |
μάζεψε |
μαζεύεται |
μαζευόταν(ε) |
μαζεύτηκε |
||||||||||||||||||||||
μαζεύουμε μαζεύομε |
μαζεύαμε |
μαζέψαμε |
μαζευόμαστε |
μαζευόμαστε μαζευόμασταν |
μαζευτήκαμε |
||||||||||||||||||||||
μαζεύετε |
μαζεύατε |
μαζέψατε |
μαζεύεστε μαζευόσαστε |
μαζευόσαστε μαζευόσασταν |
μαζευτήκατε |
||||||||||||||||||||||
μαζεύουν(ε) |
μάζευαν μαζεύαν(ε) |
μάζεψαν μαζέψαν(ε) |
μαζεύονται |
μαζευόντουσαν μαζεύονταν μαζευόντανε |
μαζεύτηκαν μαζευτήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
μαζεύω |
μαζέψω |
μαζεύομαι |
μαζευτώ |
||||||||||||||||||||||||
μαζεύεις |
μαζέψεις |
μαζεύεσαι |
μαζευτείς |
||||||||||||||||||||||||
μαζεύει |
μαζέψει |
μαζεύεται |
μαζευτεί |
||||||||||||||||||||||||
μαζεύουμε μαζεύομε |
μαζέψουμε μαζέψομε |
μαζευόμαστε |
μαζευτούμε |
||||||||||||||||||||||||
μαζεύετε |
μαζέψετε |
μαζεύεστε μαζευόσαστε |
μαζευτείτε |
||||||||||||||||||||||||
μαζεύουν(ε) |
μαζέψουν(ε) |
μαζεύονται |
μαζευτούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
μάζευε |
μάζεψε |
μαζέψου |
|||||||||||||||||||||||||
μαζεύετε |
μαζέψτε μαζεύτε |
μαζεύεστε |
μαζευτείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα μαζέψει είχα μαζεμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα μαζευτεί ήμουν μαζεμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα μαζεύω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα μαζεύομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα μαζέψω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα μαζευτώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα μάζευα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα μαζευόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω μαζέψει θα έχω μαζεμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω μαζευτεί θα είμαι μαζεμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα μαζέψει θα είχα μαζεμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα μαζευτεί θα ήμουν μαζεμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright