Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: μαζώνω
- verzamelen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
μαζώνω |
μάζωνα |
μάζωξα |
μαζώνομαι |
μαζωνόμουν(α) |
μαζώχτηκα |
||||||||||||||||||||||
μαζώνεις |
μάζωνες |
μάζωξες |
μαζώνεσαι |
μαζωνόσουν(α) |
μαζώχτηκες |
||||||||||||||||||||||
μαζώνει |
μάζωνε |
μάζωξε |
μαζώνεται |
μαζωνόταν(ε) |
μαζώχτηκε |
||||||||||||||||||||||
μαζώνουμε μαζώνομε |
μαζώναμε |
μαζώξαμε |
μαζωνόμαστε |
μαζωνόμαστε μαζωνόμασταν |
μαζωχτήκαμε |
||||||||||||||||||||||
μαζώνετε |
μαζώνατε |
μαζώξατε |
μαζώνεστε μαζωνόσαστε |
μαζωνόσαστε μαζωνόσασταν |
μαζωχτήκατε |
||||||||||||||||||||||
μαζώνουν(ε) |
μάζωναν μαζώναν(ε) |
μάζωξαν μαζώξαν(ε) |
μαζώνονται |
μαζωνόντουσαν μαζώνονταν μαζωνόντανε |
μαζώχτηκαν μαζωχτήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
μαζώνω |
μαζώξω |
μαζώνομαι |
μαζωχτώ |
||||||||||||||||||||||||
μαζώνεις |
μαζώξεις |
μαζώνεσαι |
μαζωχτείς |
||||||||||||||||||||||||
μαζώνει |
μαζώξει |
μαζώνεται |
μαζωχτεί |
||||||||||||||||||||||||
μαζώνουμε μαζώνομε |
μαζώξουμε μαζώξομε |
μαζωνόμαστε |
μαζωχτούμε |
||||||||||||||||||||||||
μαζώνετε |
μαζώξετε |
μαζώνεστε μαζωνόσαστε |
μαζωχτείτε |
||||||||||||||||||||||||
μαζώνουν(ε) |
μαζώξουν(ε) |
μαζώνονται |
μαζωχτούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
μάζωνε |
μάζωξε |
μαζώξου |
|||||||||||||||||||||||||
μαζώνετε |
μαζώξτε μαζώχτε |
μαζώνεστε |
μαζωχτείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα μαζώξει είχα μαζγμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα μαζωχτεί ήμουν μαζωμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα μαζώνω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα μαζώνομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα μαζώξω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα μαζωχτώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα μάζωνα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα μαζωνόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω μαζώξει θα έχω μαζγμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω μαζωχτεί θα είμαι μαζωμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα μαζώξει θα είχα μαζγμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα μαζωχτεί θα ήμουν μαζωμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright