Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: μελετώ
- studeren
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
μελετάω μελετώ |
μελέταγα μελετούσα |
μελέτησα |
μελετιέμαι μελετώμαι |
μελετιόμουν(α) |
μελετήθηκα |
||||||||||||||||||||||
μελετάς |
μελέταγες μελετούσες |
μελέτησες |
μελετιέσαι μελετάσαι |
μελετιόσουν(α) |
μελετήθηκες |
||||||||||||||||||||||
μελετάει μελετά |
μελέταγε μελετούσε |
μελέτησε |
μελετιέται μελετάται |
μελετιόταν(ε) |
μελετήθηκε |
||||||||||||||||||||||
μελετούμε μελετάμε |
μελετάγαμε μελετούσαμε |
μελετήσαμε |
μελετιόμαστε μελετόμαστε μελετώμεθα |
μελετιόμαστε μελετιόμασταν |
μελετηθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
μελετάτε |
μελετάγατε μελετούσατε |
μελετήσατε |
μελετιέστε μελετιόσαστε μελετάστε μελετάσθε |
μελετιόσαστε μελετιόσασταν |
μελετηθήκατε |
||||||||||||||||||||||
μελετούν(ε) μελετάν(ε) |
μελέταγαν μελετάγανε μελετούσαν(ε) |
μελέτησαν μελετήσαν(ε) |
μελετιόνται μελετιούνται μελετώνται |
μελετιόντουσαν μελετιόνταν(ε) μελετιούνταν |
μελετήθηκαν μελετηθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
μελετάω μελετώ |
μελετήσω |
μελετιέμαι μελετώμαι |
μελετηθώ |
||||||||||||||||||||||||
μελετάς |
μελετήσεις |
μελετιέσαι μελετάσαι |
μελετηθείς |
||||||||||||||||||||||||
μελετάει μελετά |
μελετήσει |
μελετιέται μελετάται |
μελετηθεί |
||||||||||||||||||||||||
μελετούμε μελετάμε |
μελετήσουμε μελετήσομε |
μελετιόμαστε μελετόμαστε μελετώμεθα |
μελετηθούμε |
||||||||||||||||||||||||
μελετάτε |
μελετήσετε |
μελετιέστε μελετιόσαστε μελετάστε μελετάσθε |
μελετηθείτε |
||||||||||||||||||||||||
μελετούν(ε) μελετάν(ε) |
μελετήσουν(ε) |
μελετιόνται μελετιούνται μελετώνται |
μελετηθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
μελέτα μελέταγε |
μελέτησε μελέτα |
μελετήσου |
|||||||||||||||||||||||||
μελετάτε |
μελετήστε |
μελετιέστε μελετάστε μελετάσθε |
μελετηθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα μελετήσει είχα μελετημένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα μελετηθεί ήμουν μελετημένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα μελετάω θα μελετώ |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα μελετιέμαι θα μελετώμαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα μελετήσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα μελετηθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα μελέταγα θα μελετούσα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα μελετιόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω μελετήσει θα έχω μελετημένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω μελετηθεί θα είμαι μελετημένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα μελετήσει θα είχα μελετημένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα μελετηθεί θα ήμουν μελετημένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright