Warning: Undefined array key "testjava" in /mnt/web113/e2/78/55796778/htdocs/woordenlijstnieuwgrieks/Rimata/MorfWerwOnre2Rima.php on line 204 MorfWerwOnr2Rima
  

Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis


Nieuwgrieks, Morfologie en Syntaxis

©

 
direct naar: ** Grammatica    Fonologie    Morfologie    Syntaxis   Semantiek  
direct naar: * Grammatica    Klankleer    Vormleer    Zinsleer    Betekenisleer
Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima

Werkwoord vervoegen: μελετώ - studeren


ενεργητική φωνή actief   παθητική φωνή passief
οριστική aantonende wijs indicatief   οριστική aantonende wijs indicatief
ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
  ενεστώτας
tegenw.tijd
(1e stam)
παρατατικός
paratatikos
1e stam
αόριστος
aoristos
2e stam
μελετάω
μελετώ
μελέταγα
μελετούσα
μελέτησα
  μελετιέμαι
μελετώμαι
μελετιόμουν(α)
μελετήθηκα
μελετάς
μελέταγες
μελετούσες
μελέτησες
  μελετιέσαι
μελετάσαι
μελετιόσουν(α)
μελετήθηκες
μελετάει
μελετά
μελέταγε
μελετούσε
μελέτησε
  μελετιέται
μελετάται
μελετιόταν(ε)
μελετήθηκε
μελετούμε
μελετάμε
μελετάγαμε
μελετούσαμε
μελετήσαμε
  μελετιόμαστε
μελετόμαστε
μελετώμεθα
μελετιόμαστε
μελετιόμασταν
μελετηθήκαμε
μελετάτε
μελετάγατε
μελετούσατε
μελετήσατε
  μελετιέστε
μελετιόσαστε
μελετάστε
μελετάσθε
μελετιόσαστε
μελετιόσασταν
μελετηθήκατε
μελετούν(ε)
μελετάν(ε)
μελέταγαν
μελετάγανε
μελετούσαν(ε)
μελέτησαν
μελετήσαν(ε)
μελετιόνται
μελετιούνται
μελετώνται
μελετιόντουσαν
μελετιόνταν(ε)
μελετιούνταν
μελετήθηκαν
μελετηθήκαν(ε)
υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
μελετήσει
παρακείμενος
volt.tegenw tijd

έχω μελετήσει

έχω μελετημένο

 
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
μελετώντας
παρακείμενος

έχοντας μελετήσει

έχοντας μελετημένο

  υποτακτική
aanvoegende wijs conjunctief
απαρέμφατο
2e stam
μελετηθεί
παρακείμενος
volt.tegenw.tijd
έχω μελετηθεί
είμαι μελετημένος
 
μετοχή deelwoord
ενεστώτας
tegenw.dw. 1e st
μελετώμενος
παρακείμενος
volt./verl.dw. 2e st
μελετημένος
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
μελετάω
μελετώ
μελετήσω
  μελετιέμαι
μελετώμαι
μελετηθώ
μελετάς
μελετήσεις
  μελετιέσαι
μελετάσαι
μελετηθείς
μελετάει
μελετά
μελετήσει
  μελετιέται
μελετάται
μελετηθεί
μελετούμε
μελετάμε
μελετήσουμε
μελετήσομε
  μελετιόμαστε
μελετόμαστε
μελετώμεθα
μελετηθούμε
μελετάτε
μελετήσετε
  μελετιέστε
μελετιόσαστε
μελετάστε
μελετάσθε
μελετηθείτε
μελετούν(ε)
μελετάν(ε)
μελετήσουν(ε)
  μελετιόνται
μελετιούνται
μελετώνται
μελετηθούν(ε)
προστακτική   προστακτική
  bevelende wijs imperatief     bevelende wijs imperatief
ενεστώτας αόριστος   ενεστώτας αόριστος
  1e stam   2e stam     1e stam   2e stam
μελέτα
μελέταγε
μελέτησε
μελέτα
  μελετήσου
μελετάτε
μελετήστε
  μελετιέστε
μελετάστε
μελετάσθε
μελετηθείτε
υπερσυντέλικος volt.verleden tijd had ')

είχα μελετήσει

είχα μελετημένο

volt.verleden tijd was είχα μελετηθεί
ήμουν μελετημένος
εξακουλοθητικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal θα μελετάω
θα μελετώ
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam zal worden θα μελετιέμαι
θα μελετώμαι
συνοπτικός μέλλοντας onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal θα μελετήσω
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam zal worden θα μελετηθώ
υποθετικός λόγος onv.verleden toek.tijd: zou θα μελέταγα
θα μελετούσα
onv.verleden toek.tijd: zou worden θα μελετιόμουν(α)
συντελεσμένος μέλλοντας volt.tegenw.toek.tijd: zal hebben ')

θα έχω μελετήσει

θα έχω μελετημένο

volt.tegenw.toek.tijd: zal zijn θα έχω μελετηθεί
θα είμαι μελετημένος
υποθετικός λόγος volt.verleden toek.tijd: zou hebben')

θα είχα μελετήσει

θα είχα μελετημένο

volt.verleden toek.tijd: zou zijn θα είχα μελετηθεί
θα ήμουν μελετημένος

') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).


© Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright
 

.



 
 

Betekenis:
Semantiek

l

Zin:
Syntaxis

l

Woord:
Morfologie

l

Letter:
Alfabet

l

Klank:
Fonologie