Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: μετακαλώ
- uitnodigen
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
μετακαλώ |
μετακαλούσα |
μετακάλεσα |
μετακαλούμαι |
- |
μετακλήθηκα |
||||||||||||||||||||||
μετακαλείς |
μετακαλούσες |
μετακάλεσες |
μετακαλείσαι |
- |
μετακλήθηκες |
||||||||||||||||||||||
μετακαλεί |
μετακαλούσε |
μετακάλεσε |
μετακαλείται |
μετακαλούνταν μετακαλείτο μετεκαλείτο |
μετακλήθηκε |
||||||||||||||||||||||
μετακαλούμε |
μετακαλούσαμε |
μετακαλέσαμε |
μετακαλόμαστε |
- |
μετακληθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
μετακαλείτε |
μετακαλούσατε |
μετακαλέσατε |
μετακαλείστε |
μετακληθήκατε |
|||||||||||||||||||||||
μετακαλούν(ε) |
μετακαλούσαν(ε) |
μετακάλεσαν μετακαλέσαν(ε) |
μετακαλούνται |
μετακαλούνταν μετακαλούντο μετεκαλούντο |
μετακλήθηκαν μετακληθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
μετακαλώ |
μετακαλέσω |
μετακαλούμαι |
μετακληθώ |
||||||||||||||||||||||||
μετακαλείς |
μετακαλέσεις |
μετακαλείσαι |
μετακληθείς |
||||||||||||||||||||||||
μετακαλεί |
μετακαλέσει |
μετακαλείται |
μετακληθεί |
||||||||||||||||||||||||
μετακαλούμε |
μετακαλέσουμε μετακαλέσομε |
μετακαλόμαστε |
μετακληθούμε |
||||||||||||||||||||||||
μετακαλείτε |
μετακαλέσετε |
μετακαλείστε |
μετακληθείτε |
||||||||||||||||||||||||
μετακαλούν(ε) |
μετακαλέσουν(ε) |
μετακαλούνται |
μετακληθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
- |
μετακάλεσε |
- |
|||||||||||||||||||||||||
μετακαλείτε |
μετακαλέστε μετακαλέσετε |
μετακαλείστε |
μετακληθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα μετακαλέσει είχα μετακεκλημένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα μετακληθεί |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα μετακαλώ |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα μετακαλούμαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα μετακαλέσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα μετακληθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα μετακαλούσα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα - |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω μετακαλέσει θα έχω μετακεκλημένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω μετακληθεί |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα μετακαλέσει θα είχα μετακεκλημένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα μετακληθεί |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright