Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: ξύνω
- krabben
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
ξύνω |
έξυνα |
έξυσα |
ξύνομαι |
ξυνόμουν(α) |
ξύθηκα ξύστηκα |
||||||||||||||||||||||
ξύνεις |
έξυνες |
έξυσες |
ξύνεσαι |
ξυνόσουν(α) |
ξύθηκες ξύστηκες |
||||||||||||||||||||||
ξύνει |
έξυνε |
έξυσε |
ξύνεται |
ξυνόταν(ε) |
ξύθηκε ξύστηκε |
||||||||||||||||||||||
ξύνουμε ξύνομε |
ξύναμε |
ξύσαμε |
ξυνόμαστε |
ξυνόμαστε ξυνόμασταν |
ξυθήκαμε ξυστήκαμε |
||||||||||||||||||||||
ξύνετε |
ξύνατε |
ξύσατε |
ξύνεστε ξυνόσαστε |
ξυνόσαστε ξυνόσασταν |
ξυθήκατε ξυστήκατε |
||||||||||||||||||||||
ξύνουν(ε) |
έξυναν ξύναν(ε) |
έξυσαν ξύσαν(ε) |
ξύνονται |
ξυνόντουσαν ξύνονταν ξυνόντανε |
ξύθηκαν ξύστηκαν ξυθήκαν(ε) ξυστήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
ξύνω |
ξύσω |
ξύνομαι |
ξυθώ ξυστώ |
||||||||||||||||||||||||
ξύνεις |
ξύσεις |
ξύνεσαι |
ξυθείς ξυστείς |
||||||||||||||||||||||||
ξύνει |
ξύσει |
ξύνεται |
ξυθεί ξυστεί |
||||||||||||||||||||||||
ξύνουμε ξύνομε |
ξύσουμε ξύσομε |
ξυνόμαστε |
ξυθούμε ξυστούμε |
||||||||||||||||||||||||
ξύνετε |
ξύσετε |
ξύνεστε ξυνόσαστε |
ξυθείτε ξυστείτε |
||||||||||||||||||||||||
ξύνουν(ε) |
ξύσουν(ε) |
ξύνονται |
ξυθούν(ε) ξυστούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
ξύνε |
ξύσε |
ξύσου |
|||||||||||||||||||||||||
ξύνετε |
ξύστε |
ξύνεστε |
ξυθείτε ξυστείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα ξύσει είχα ξυσμένο είχα ξυμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα ξυθεί είχα ξυστεί ήμουν ξυσμένος ήμουν ξυμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα ξύνω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα ξύνομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα ξύσω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα ξυθώ θα ξυστώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα έξυνα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα ξυνόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω ξύσει θα έχω ξυσμένο θα έχω ξυμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω ξυθεί θα έχω ξυστεί θα είμαι ξυσμένος θα είμαι ξυμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα ξύσει θα είχα ξυσμένο θα είχα ξυμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα ξυθεί θα είχα ξυστεί θα ήμουν ξυσμένος θα ήμουν ξυμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright