Grammatica//MorfWerw/MorfWerwOnre/MorfWerwOnre2Rima
Werkwoord vervoegen: παρακάμπτω
- passeren
ενεργητική φωνή actief | παθητική φωνή passief | ||||||||||||||||||||||||||
οριστική aantonende wijs indicatief | οριστική aantonende wijs indicatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
ενεστώτας tegenw.tijd (1e stam) |
παρατατικός paratatikos 1e stam |
αόριστος aoristos 2e stam |
||||||||||||||||||||||
παρακάμπτω |
παρέκαμπτα |
παρέκαμψα |
παρακάμπτομαι |
παρακαμπτόμουν(α) |
παρακάμφτηκα παρακάμφθηκα |
||||||||||||||||||||||
παρακάμπτεις |
παρέκαμπτες |
παρέκαμψες |
παρακάμπτεσαι |
παρακαμπτόσουν(α) |
παρακάμφτηκες παρακάμφθηκες |
||||||||||||||||||||||
παρακάμπτει |
παρέκαμπτε |
παρέκαμψε |
παρακάμπτεται |
παρακαμπτόταν(ε) |
παρακάμφτηκε παρακάμφθηκε |
||||||||||||||||||||||
παρακάμπτουμε παρακάμπτομε |
παρακάμπταμε |
παρακάμψαμε |
παρακαμπτόμαστε |
παρακαμπτόμαστε |
παρακαμφτήκαμε παρακαμφθήκαμε |
||||||||||||||||||||||
παρακάμπτετε |
παρακάμπτατε |
παρακάμψατε |
παρακάμπτεστε παρακαμπτόσαστε |
παρακαμπτόσαστε |
παρακαμφτήκατε παρακαμφθήκατε |
||||||||||||||||||||||
παρακάμπτουν(ε) |
παράκαμπταν παρακάμπταν(ε) |
παρέκαμψαν παρακάμψαν(ε) |
παρακάμπτονται |
παρακάμπτονταν |
παρακάμφτηκαν παρακάμφθηκαν παρακαμφτήκαν(ε) παρακαμφθήκαν(ε) |
||||||||||||||||||||||
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
υποτακτική aanvoegende wijs conjunctief |
|
||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
παρακάμπτω |
παρακάμψω |
παρακάμπτομαι |
παρακαμφτώ παρακαμφθώ |
||||||||||||||||||||||||
παρακάμπτεις |
παρακάμψεις |
παρακάμπτεσαι |
παρακαμφτείς παρακαμφθείς |
||||||||||||||||||||||||
παρακάμπτει |
παρακάμψει |
παρακάμπτεται |
παρακαμφτεί παρακαμφθεί |
||||||||||||||||||||||||
παρακάμπτουμε παρακάμπτομε |
παρακάμψουμε παρακάμψομε |
παρακαμπτόμαστε |
παρακαμφτούμε παρακαμφθούμε |
||||||||||||||||||||||||
παρακάμπτετε |
παρακάμψετε |
παρακάμπτεστε παρακαμπτόσαστε |
παρακαμφτείτε παρακαμφθείτε |
||||||||||||||||||||||||
παρακάμπτουν(ε) |
παρακάμψουν(ε) |
παρακάμπτονται |
παρακαμφτούν(ε) παρακαμφθούν(ε) |
||||||||||||||||||||||||
προστακτική | προστακτική | ||||||||||||||||||||||||||
bevelende wijs imperatief | bevelende wijs imperatief | ||||||||||||||||||||||||||
ενεστώτας | αόριστος | ενεστώτας | αόριστος | ||||||||||||||||||||||||
1e stam | 2e stam | 1e stam | 2e stam | ||||||||||||||||||||||||
παράκαμπτε |
παράκαμψε |
παρακάμψου |
|||||||||||||||||||||||||
παρακάμπτετε |
παρακάμψτε παρακάμψετε |
παρακάμπτεστε |
παρακαμφτείτε παρακαμφθείτε |
υπερσυντέλικος | volt.verleden tijd | had ') |
είχα παρακάμψει είχα παρακαμμένο |
volt.verleden tijd | was |
είχα παρακαμφτεί είχα παρακαμφθεί ήμουν παρακαμμένος |
|
εξακουλοθητικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal |
θα παρακάμπτω |
onv.tegenw.toek.tijd, 1e stam | zal worden |
θα παρακάμπτομαι |
|
συνοπτικός μέλλοντας | onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal |
θα παρακάμψω |
onv.tegenw.toek.tijd, 2e stam | zal worden |
θα παρακαμφτώ θα παρακαμφθώ |
|
υποθετικός λόγος | onv.verleden toek.tijd: | zou |
θα παρέκαμπτα |
onv.verleden toek.tijd: | zou worden |
θα παρακαμπτόμουν(α) |
|
συντελεσμένος μέλλοντας | volt.tegenw.toek.tijd: | zal hebben ') |
θα έχω παρακάμψει θα έχω παρακαμμένο |
volt.tegenw.toek.tijd: | zal zijn |
θα έχω παρακαμφτεί θα έχω παρακαμφθεί θα είμαι παρακαμμένος |
|
υποθετικός λόγος | volt.verleden toek.tijd: | zou hebben') |
θα είχα παρακάμψει θα είχα παρακαμμένο |
volt.verleden toek.tijd: | zou zijn |
θα είχα παρακαμφτεί θα είχα παρακαμφθεί θα ήμουν παρακαμμένος |
') Enkele Nederlandse werkwoorden gaan in de voltooide tijd met zijn in plaats van met hebben (bijvoorbeeld: blijven, gaan, zijn en diverse werkwoorden die een beweging aanduiden: vallen beginnen, opstijgen en andere).
©
Auteursrecht voorbehouden. Zie pagina Copyright